Τι σημαίνει το representante στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης representante στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του representante στο πορτογαλικά.

Η λέξη representante στο πορτογαλικά σημαίνει εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος, εκπρόσωπος, εμπορικός αντιπρόσωπος, αντιπρόσωπος, εκπρόσωπος, ατζέντης, ατζέντισσα, αντιπρόσωπος πωλήσεων, εμπορικός αντιπρόσωπος, πωλητής, πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος, ταξιδιωτικός αντιπρόσωπος, εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος, αντιπρόσωπος, εκπρόσωπος, απεσταλμένος, εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος, εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος, εξειδικευμένος έμπορος, αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια, εκλεγμένος αντιπρόσωπος, αντιπρόσωπος εμπορικού σωματίου, εκπρόσωπος πωλήσεων, εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος, εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος, αντιπρόσωπος τμήματος εξυπηρέτησης πελατών, αντιπρόσωπος πωλήσεων, εμπορικός αντιπρόσωπος, εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος, υπεύθυνος κομματικής πειθαρχίας, διεθνής, πρόεδρος, εκπρόσωπος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης representante

εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος

substantivo masculino, substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
O representante da união levou as exigências da equipe até a gerência.
Ο εκπρόσωπος του σωματείου μετέφερε τα αιτήματα του προσωπικού στη διοίκηση.

εκπρόσωπος

substantivo masculino, substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Parlamentares são representantes de seus constituintes.
Οι βουλευτές είναι εκπρόσωποι των ψηφοφόρων τους.

εμπορικός αντιπρόσωπος

substantivo masculino, substantivo feminino (vendedor)

O representante da firma visitou os clientes para mostrar a eles o produto.
Ο εμπορικός αντιπρόσωπος της εταιρείας επισκέφθηκε τους πελάτες για να τους παρουσιάσει το προϊόν.

αντιπρόσωπος, εκπρόσωπος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Se você tiver quaisquer problemas ao voltar para o hotel, por favor relate-os ao representante no local.
Εάν αντιμετωπίσετε οποιοδήποτε πρόβλημα όταν φτάσετε στο ξενοδοχείο, παρακαλείσθε να το αναφέρετε στον αντιπρόσωπο που βρίσκεται εκεί.

ατζέντης, ατζέντισσα

(ηθοποιός κ.λπ.)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
O representante de Amanda garantiu o contrato de um livro para ela.
Ο ατζέντης της Αμάντας της εξασφάλισε ένα συμβόλαιο για συγγραφή βιβλίου.

αντιπρόσωπος πωλήσεων, εμπορικός αντιπρόσωπος

substantivo masculino, substantivo feminino (abrev. de)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

πωλητής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πληρεξούσιος

substantivo masculino, substantivo feminino

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Emily compareceu à reunião como representante de Sarah e votou por ela.
Η Έμιλυ συμμετείχε στη συνάντηση ως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της Σάρας και ψήφισε αντ' αυτής.

αντιπρόσωπος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

ταξιδιωτικός αντιπρόσωπος

substantivo masculino, substantivo feminino (abrev. de)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Ο ταξιδιωτικός αντιπρόσωπός μας θα σας συναντήσει ακριβώς έξω από το τελωνείο.

εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος

substantivo masculino, substantivo feminino (alguém que representa algo)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αντιπρόσωπος, εκπρόσωπος

substantivo masculino e feminino (representante do bispo) (ιδίως επισκοπικός)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

απεσταλμένος, εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος

substantivo masculino, substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Representantes de quarenta países compareceram à cúpula.
Απεσταλμένοι (or: εκπρόσωποι) από σαράντα χώρες παραβρέθηκαν στη σύνοδο κορυφής.

εκπρόσωπος

(de organização)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αντιπρόσωπος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

εξειδικευμένος έμπορος

(vendedor qualificado com pequena quantidade de produtos)

αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

εκλεγμένος αντιπρόσωπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αντιπρόσωπος εμπορικού σωματίου

substantivo masculino, substantivo feminino (comércio: representante)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκπρόσωπος πωλήσεων

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος, εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

αντιπρόσωπος τμήματος εξυπηρέτησης πελατών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντιπρόσωπος πωλήσεων

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

εμπορικός αντιπρόσωπος

εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

(πωλήσεις)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
O pedido deve ser assinado pelo seu representante legal.

υπεύθυνος κομματικής πειθαρχίας

(política)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O representante de partido garantiu que os membros iriam estar presentes para votar.
Ο υπεύθυνος κομματικής πειθαρχίας εξασφάλισε ότι τα μέλη θα ήταν παρόντα για την ψηφοφορία.

διεθνής

substantivo masculino, substantivo feminino (για αθλητές)

πρόεδρος

substantivo masculino, substantivo feminino (συνδικαλιστών)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

εκπρόσωπος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του representante στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.