Τι σημαίνει το reserva στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης reserva στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του reserva στο πορτογαλικά.

Η λέξη reserva στο πορτογαλικά σημαίνει κράτηση, επιφύλαξη, αποκλειστικός τομέας, κράτηση, απόθεμα, πολιτοφύλακας, που κάνει μόνο για τον πάγκο, εφεδρικός στρατός, εφεδρικός, κράτηση, αναπληρωματικός, επιφυλακτικότητα, περιθώριο, αποκλειστικός τομέας, εφεδρεία, απόθεμα, αναπληρωματικός, μαξιλάρι ασφαλείας, μαξιλαράκι ασφαλείας, αναπληρωματικός, αναπληρωματικός, μυστικότητα, προσποιητή σεμνοτυφία, απόθεμα, εφεδρικός, εναλλακτικός, αναπληρωματικός, διακριτικότητα, επιφυλακτικότητα, διστακτικότητα, συστολή, επιφυλακτικότητα, ψυχρότητα, αντίγραφο ασφαλείας, κατάλογος παλαιότερων εκδόσεων, έκταση για φύτεμα δέντρων, καταφύγιο θηραμάτων, καταφύγιο άγριας ζωής, εφεδρικές μονάδες ναυτικού, προστατευόμενη δασική περιοχή, καταφύγιο άγριων ζώων, επιβάρυνση, συνεχής παροχή, καταφύγιο άγριας ζωής, κράτηση θέσης, εθνικό πάρκο, πάρκο άγριας ζωής, πάρκο άγριας πανίδας, πάρκο άγριων ζώων, Ομοσπονδιακή Τράπεζα Αποθεμάτων, κάνω κράτηση, εγκαθίσταμαι, περιλαμβάνω σε κατάλογο παλαιότερων εκδόσεων, της Εθνοφυλακής, σώμα εφέδρων, πάρκο άγριων ζώων, στο κοντινό μέλλον, στο άμεσο μέλλον, βάζω κπ στον πάγκο, στέλνω κπ στον πάγκο, δίνω αναβολή σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης reserva

κράτηση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Olivia fez uma reserva para a família inteira comer em seu restaurante preferido naquela noite.
Η Ολίβια έκανε κράτηση για να δειπνήσουν οικογενειακά στο αγαπημένο τους εστιατόριο απόψε.

επιφύλαξη

(figurado, dúvida) (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jack tinha algumas reservas quanto ao plano de Peter; ele não tinha certeza de que Peter realmente o estudara bem.
Ο Τζακ είχε ορισμένους ενδοιασμούς για το σχέδιο του Πίτερ. Δεν ήταν σίγουρος ότι ο Πίτερ το είχε σκεφτεί καλά.

αποκλειστικός τομέας

substantivo feminino (geografia)

Esta é uma reserva Nativa Americana.

κράτηση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Temos uma reserva em nome de Burton.
Έχουμε μια κράτηση στο όνομα Μπέρτον.

απόθεμα

substantivo feminino (suplemento secreto)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Você está guardando uma reserva de dinheiro para nossa viagem?
Κάνεις κομπόδεμα για το ταξίδι μας;

πολιτοφύλακας

substantivo masculino (EUA: soldado na Guerra da Independência)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

που κάνει μόνο για τον πάγκο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Η Ελέιν ήταν έτοιμη να δείξει ότι δεν κάνει μόνο για τον πάγκο.

εφεδρικός στρατός

substantivo masculino, substantivo feminino (militar inativo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εφεδρικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Se o cabo quebrar, use a pá reserva.
Αν σπάσει το χερούλι, χρησιμοποίησε το εφεδρικό φτυάρι.

κράτηση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A reserva foi feita pelo telefone.
Η κράτηση έγινε τηλεφωνικώς.

αναπληρωματικός

substantivo masculino, substantivo feminino

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
O treinador mandou um substituto para repor o jogador machucado.
Ο προπονητής έστειλε έναν αναπληρωματικό για να αντικαταστήσει τον τραυματισμένο παίκτη.

επιφυλακτικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
As pessoas frequentemente confundem a reserva de Patrícia com hostilidade, mas, na verdade, quando você a conhece, ela é muito gentil.

περιθώριο

substantivo feminino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αποκλειστικός τομέας

(área protegida)

εφεδρεία

substantivo feminino (militar) (στρατός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απόθεμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αναπληρωματικός

substantivo masculino e feminino

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

μαξιλάρι ασφαλείας, μαξιλαράκι ασφαλείας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αναπληρωματικός

(esporte/desporto: jogador substituto)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

αναπληρωματικός

(esporte: integrante de time)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

μυστικότητα

(manter um segredo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η εχεμύθεια είναι υψίστης σημασίας για την επιτυχία μας.

προσποιητή σεμνοτυφία

(fingir acanhamento)

απόθεμα

(BRA)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
George arrumou um emprego abastecendo o estoque do armazém.

εφεδρικός, εναλλακτικός

(anglicismo: alternativa, reserva) (σχέδιο)

Θα κρατήσω το παλιό μου λαπ τοπ ως εφεδρικό, σε περίπτωση που ο νέος μου υπολογιστής χαλάσει.

αναπληρωματικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O treinador mandou um jogador substituto entrar em campo.

διακριτικότητα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ben precisou confiar na discrição da chefe quando confidenciou a ela seus problemas pessoais.
Ο Μπεν έπρεπε να εμπιστευτεί τη διακριτικότητα της αφεντικίνας του όταν της εκμυστηρεύτηκε τα προσωπικά του προβλήματα.

επιφυλακτικότητα, διστακτικότητα, συστολή

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επιφυλακτικότητα

(έλλειψη αυτοπεποίθησης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ψυχρότητα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αντίγραφο ασφαλείας

(estrangeirismo) (Η/Υ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
É uma boa ideia fazer um backup de documentos importantes.

κατάλογος παλαιότερων εκδόσεων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έκταση για φύτεμα δέντρων

(para plantio de árvores) (με χρηστικό σκοπό)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καταφύγιο θηραμάτων, καταφύγιο άγριας ζωής

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εφεδρικές μονάδες ναυτικού

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

προστατευόμενη δασική περιοχή

(área de proteção florestal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταφύγιο άγριων ζώων

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επιβάρυνση

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συνεχής παροχή

(que está sempre disponível)

καταφύγιο άγριας ζωής

substantivo feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κράτηση θέσης

(συνήθως σε συγκοινωνίες)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εθνικό πάρκο

(área verde protegida)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πάρκο άγριας ζωής, πάρκο άγριας πανίδας, πάρκο άγριων ζώων

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ομοσπονδιακή Τράπεζα Αποθεμάτων

substantivo masculino (στις ΗΠΑ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάνω κράτηση

(reservar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εγκαθίσταμαι

locução verbal (hotel, etc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περιλαμβάνω σε κατάλογο παλαιότερων εκδόσεων

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

της Εθνοφυλακής

locução adjetiva (militar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σώμα εφέδρων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάρκο άγριων ζώων

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στο κοντινό μέλλον, στο άμεσο μέλλον

expressão

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Καλύτερα να είσαι προετοιμασμένος γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί στο εγγύς μέλλον.

βάζω κπ στον πάγκο, στέλνω κπ στον πάγκο

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
James foi colocado na reserva durante toda a temporada por sua má conduta.

δίνω αναβολή σε κπ

(από το στρατό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του reserva στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.