Τι σημαίνει το banco στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης banco στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του banco στο πορτογαλικά.

Η λέξη banco στο πορτογαλικά σημαίνει τράπεζα, παγκάκι, πάγκος, πάγκος, έδρα, τράπεζα, σκαμπό, μπάνκο, θέση, υπάλληλος τραπέζας, που κάνει μόνο για τον πάγκο, σκαμπό σε μπαρ, βάση, πάγκος, τραπεζικό βιβλιάριο, τράπεζα πληροφοριών, τράπεζα δεδομένων, αμμοεπίπεδο, σύρτη, σωρός από χιόνι, πίσω κάθισμα, η θέση του οδηγού, αμμοπαγίδα, ληστεία τράπεζας, τράπεζα αίματος, τραπεζική επιταγή, έδρανο μάρτυρα, ταμίας, χρηματοκιβώτιο τράπεζας, επιχειρηματική τραπεζική, εταιρική τραπεζική, τράπεζα τροφίμων, online banking, θέση συνοδηγού μοτοσυκλέτας, πίσω κάθισμα, τράπεζα σπέρματος, Παγκόσμια Τράπεζα, πιστωτική κάρτα, Ομοσπονδιακή Τράπεζα Αποθεμάτων, διευθυντής τραπεζικού καταστήματος, βάζω νέο κάθισμα σε κτ, αναπληρωματικός ρίπτης, εδώλιο, τα ρηχά, σύρτη, έδρανο, εδώλιο, σύρτη, παγίδα, ύφαλος, το κρεβάτι του Προκρούστη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης banco

τράπεζα

substantivo masculino (εμπορική, κατάστημα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Preciso ir ao banco hoje para sacar dinheiro.
Πρέπει να πάω στην τράπεζα για να αποσύρω χρήματα σήμερα.

παγκάκι

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Muitos parques têm bancos para as pessoas sentarem e descansarem.
Συχνά, στα πάρκα υπάρχουν παγκάκια για να κάθονται και να ξεκουράζονται οι άνθρωποι.

πάγκος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Depois que o jogador cometeu outra falta, o treinador mandou ele voltar para o banco.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι παίκτες της ομάδας μπέιζμπολ κάθισαν στον πάγκο στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο.

πάγκος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hoje o Johnny treinou na esteira e no banco.
Ο Τζόνι έκανε γυμναστική στον διάδρομο και στον πάγκο σήμερα.

έδρα

substantivo masculino (δικαστής)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Todos se levantaram quando o juiz entrou na sala e tomou seu lugar ao banco.

τράπεζα

substantivo masculino (de sangue) (αίματος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela doou o sangue dela ao banco de sangue.

σκαμπό

(sem encosto) (ψηλό ή χαμηλό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dan sentou em um dos bancos no bar.
Ο Νταν κάθισε σε ένα από τα σκαμπό στο μπαρ.

μπάνκο

substantivo masculino (jogada)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

θέση

substantivo masculino (veículo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Prefiro assentar-me no banco (or: assento) do carona.
Προτιμώ να κάθομαι στη θέση του συνοδηγού.

υπάλληλος τραπέζας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

που κάνει μόνο για τον πάγκο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Η Ελέιν ήταν έτοιμη να δείξει ότι δεν κάνει μόνο για τον πάγκο.

σκαμπό σε μπαρ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η αστυνομία συγκεντρώνει μια βάση δεδομένων με τους τόπους των εγκλημάτων.

πάγκος

(σε εκκλησία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τραπεζικό βιβλιάριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τράπεζα πληροφοριών, τράπεζα δεδομένων

(πληροφορική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αμμοεπίπεδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σύρτη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σωρός από χιόνι

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πίσω κάθισμα

substantivo masculino

η θέση του οδηγού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αμμοπαγίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ληστεία τράπεζας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τράπεζα αίματος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τραπεζική επιταγή

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έδρανο μάρτυρα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ταμίας

(profissional)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

χρηματοκιβώτιο τράπεζας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιχειρηματική τραπεζική, εταιρική τραπεζική

(finanças comercial) (τραπεζική, οικονομικά)

τράπεζα τροφίμων

(organização que doa alimento) (φιλανθρωπική δομή)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

online banking

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

θέση συνοδηγού μοτοσυκλέτας

(assento traseiro em uma motocicleta)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πίσω κάθισμα

(banco na parte de trás do veículo)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τράπεζα σπέρματος

substantivo masculino (facilidade de armazenamento de esperma doado)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Παγκόσμια Τράπεζα

(instituição financeira internacional)

πιστωτική κάρτα

substantivo masculino (ανάλογα το είδος)

Ομοσπονδιακή Τράπεζα Αποθεμάτων

substantivo masculino (στις ΗΠΑ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διευθυντής τραπεζικού καταστήματος

substantivo masculino e feminino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω νέο κάθισμα σε κτ

locução verbal (colocar assento novo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναπληρωματικός ρίπτης

substantivo masculino (beisebol) (μπέιζμπολ)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εδώλιο

substantivo masculino (tribunal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A acusada tomou seu lugar no banco dos réus.
Η κατηγορούμενη κάθισε στο εδώλιο.

τα ρηχά

(água rasa)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eles encontraram conchas nos bancos de areia.
Βρήκαν κοχύλια στα ρηχά.

σύρτη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έδρανο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O banco de testemunhas parecia um lugar solitário e intimidador para Gavin.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Φοβόταν να ανέβει στο έδρανο και να καταθέσει.

εδώλιο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O prisioneiro no banco dos réus parecia muito preocupado.

σύρτη

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O barco de pesca ficou encalhado em um banco de areia.

παγίδα

(golfe)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele estava vencendo até que sua bola caiu em um banco de areia ao lado do gramado.

ύφαλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

το κρεβάτι του Προκρούστη

(instrumento de tortura) (είδος βασανιστηρίου)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
O banco da tortura era usado como um dispositivo de interrogatório nos tempos medievais.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του banco στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του banco

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.