Τι σημαίνει το resmungar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης resmungar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του resmungar στο πορτογαλικά.

Η λέξη resmungar στο πορτογαλικά σημαίνει παραπονιέμαι, διαμαρτύρομαι, γκρινιάζω, γκρινιάζω, κλαψουρίζω, μουγκρίζω, γκρινιάζω, μουρμουρίζω, μουρμουρίζω, μουρμουράω, μουρμουρίζω, μουρμουράω, γκρινιάζω, παραπονιέμαι, μουρμουρίζω, μουρμουράω, μουρμουρίζω, μουρμουράω, μουγκρίζω, μουρμουρίζω, γκρινιάζω, γκρινιάζω, παραπονιέμαι, γκρινιάζω, γκρινιάζω, μουρμουρίζω, γκρινιάζω, γκρινιάζω, γρυλίζω, παραπονούμαι, παραπονιέμαι, γκρινιάζω, γκρινιάζω για κτ, παραπονιέμαι για κτ, γκρινιάζω, γρυλίζω, μουρμουρίζω, μουρμουράω, μουρμουρίζω, μουρμουράω, παραπονούμαι, γκρινιάζω, γκρινιάζω σε κπ, γκρινιάζω σε κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης resmungar

παραπονιέμαι, διαμαρτύρομαι

(queixar-se)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os trabalhadores resmungaram quando disseram a eles para trabalharem além do horário esta semana.
Οι εργάτες γκρίνιαξαν όταν τους είπαν πως έπρεπε να κάνουν υπερωρίες εκείνη την εβδομάδα.

γκρινιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A esposa do Sandro resmungou o dia todo.
Το να ζεις με έναν σύντροφο που γκρινιάζει όλη μέρα μπορεί να γίνει κουραστικό.

γκρινιάζω, κλαψουρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μουγκρίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cody cumprimentou seu colega de trabalho que resmungou em resposta.
Ο Κόντυ χαιρέτησε τον συνάδελφό του που μούγκρισε για απάντηση.

γκρινιάζω, μουρμουρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μουρμουρίζω, μουρμουράω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tomás resmungou umas desculpas sobre estar doente e foi para casa.
Ο Τομ ψέλλισε μια δικαιολογία ότι ήταν άρρωστος και έφυγε από τη δουλειά.

μουρμουρίζω, μουρμουράω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brad resmungava palavrões sozinho.
Ο Άντονυ έδειχνε να ντρέπεται και μουρμούρισε μια δικαιολογία.

γκρινιάζω, παραπονιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μουρμουρίζω, μουρμουράω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μουρμουρίζω, μουρμουράω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μουγκρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μουρμουρίζω, γκρινιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γκρινιάζω, παραπονιέμαι

(gíria: reclamar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γκρινιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γκρινιάζω, μουρμουρίζω

(informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γκρινιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γκρινιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O irmão mais novo do João reclamou o tempo todo.
Ο μικρότερος αδελφός του Τζον γκρίνιαζε όλη την ώρα.

γρυλίζω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παραπονούμαι, παραπονιέμαι, γκρινιάζω

(για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γκρινιάζω για κτ, παραπονιέμαι για κτ

γκρινιάζω

(coloquial) (για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pare de resmungar! Você está me dando dor de cabeça.
Σταμάτα να γκρινιάζεις! Μου προκαλείς πονοκέφαλο.

γρυλίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μουρμουρίζω, μουρμουράω

(dizer indiretamente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tito resmungava enquanto trabalhava.
Ο Τιμ παραμιλούσε καθώς δούλευε.

μουρμουρίζω, μουρμουράω

(informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Não entendo a Lúcia quando ela fala enrolado.
Δεν καταλαβαίνω τη Λούσυ όταν μουρμουρίζει.

παραπονούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γκρινιάζω

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γκρινιάζω σε κπ

γκρινιάζω σε κπ

Carlos resmungou com sua mãe até que ela deixou ele ir à casa do melhor amigo.
Ο Κάιλ γκρίνιαζε στη μαμά του μέχρι που τον άφησε να πάει στο σπίτι του φίλου του.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του resmungar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.