Τι σημαίνει το resistir στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης resistir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του resistir στο πορτογαλικά.
Η λέξη resistir στο πορτογαλικά σημαίνει αντιστέκομαι, αντιστέκομαι, επιβιώνω, αντιστέκομαι, αντέχω, διστάζω, αποκλείω, απομονώνω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, απέχω, αντέχω, κρατάω, διατηρούμαι, αντέχω, αντιστέκομαι, αποκρούω, αντιστέκομαι σε κτ/κπ, αντιστέκομαι απέναντι σε κτ/κπ, αντέχω, ανέχομαι, υποφέρω, τα καταφέρνω, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι, αντιστέκομαι σε κτ/κπ, αντέχω, αντιστέκομαι σε κτ, αντέχω σε κτ, αντιστέκομαι σε κτ, αντέχω, αντιτίθεμαι, εναντιώνομαι, δεν αντέχω, δεν στέκω, αντέχω στο χρόνο, αντέχω υπό, δεν αντέχω, δεν βαστάω, δεν κρατάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης resistir
αντιστέκομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Não consigo resistir a chocolate - é melhor você escondê-lo de mim. Δεν μπορώ να αντισταθώ στη σοκολάτα. Καλύτερα να μου την κρύβεις. |
αντιστέκομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ela não conseguiu resistir e fez uma piada sobre as calças mal-ajustadas dele. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί και αστειεύτηκε για το κακής εφαρμογής παντελόνι του. |
επιβιώνω(sobreviver) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As espécies em extinção não devem resistir ao século XXI. Τα είδη υπό εξαφάνιση δεν αναμένεται να αντέξουν τον εικοστό πρώτο αιώνα. |
αντιστέκομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se você continuar me enfrentando, serei obrigado a amarrá-lo. Αν συνεχίσεις να μου προβάλλεις αντίσταση, θα υποχρεωθώ να σε δέσω. |
αντέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Não sei se vou aguentar até o final do expediente. Talvez eu caia no sono antes disso. Δεν είμαι σίγουρος αν θα αντέξω μέχρι το τέλος της μέρας. Μπορεί να με πάρει ο ύπνος μέχρι τότε. |
διστάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποκλείω, απομονώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>verto intransitivo |
απέχωverbo transitivo (algo ou alguém) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele é alcoólatra e é uma luta diária para ele resistir a bebida. Είναι αλκοολικός και είναι καθημερινή μάχη γι' αυτόν το ν' απέχει απ' το ποτό. |
αντέχω, κρατάω, διατηρούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eles fizeram muitos testes para garantir que o tecido resistiria às condições climáticas extremas. Κάνουν πολλές δοκιμές για να βεβαιωθούν ότι το ύφασμα θα αντέξει τις ακραίες καιρικές συνθήκες. |
αντέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As coisas parecem sombrias agora, mas vamos resistir. |
αντιστέκομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Continue atacando as forças inimigas; eles não podem aguentar muito mais tempo. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Συνέχισε να της ζητάς να βγείτε, δεν θα αντισταθεί για πολύ ακόμα. |
αποκρούωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os soldados conseguiram resistir as forças de ataque por três dias. Οι στρατιώτες κατάφεραν να αποκρούσουν τις δυνάμεις εισβολής για τρεις μέρες. |
αντιστέκομαι σε κτ/κπ, αντιστέκομαι απέναντι σε κτ/κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A remota vila nas montanhas resistiu contra o exército inimigo. Eu estou resistindo a entrar no facebook. Το απομακρυσμένο ορεινό χωριό κρατούσε γερά απέναντι στα ξένα στρατεύματα. |
αντέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A barragem resistiu a todas as tempestades que ocorreram. |
ανέχομαι, υποφέρω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τα καταφέρνω(figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι(επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele se opôs à ideia de seus pais de um casamento arranjado. Πήγε κόντρα στην ιδέα των γονιών της για συνοικέσιο. |
αντιστέκομαι σε κτ/κπ
|
αντέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A dor era tão forte que eu não conseguia aguentar mais. |
αντιστέκομαι σε κτverbo transitivo Harry estava de dieta e conseguiu aguentar a tentação por chocolate por um mês. Ο Χάρι έκανε δίαιτα και είχε καταφέρει να αντισταθεί στον πειρασμό της σοκολάτας για έναν μήνα. |
αντέχω σε κτ, αντιστέκομαι σε κτverbo transitivo Os ladrões usaram muita dinamite, mas a porta do cofre resistiu à explosão. Οι κλέφτες χρησιμοποίησαν πολύ δυναμίτη, όμως η πόρτα του θησαυροφυλακίου επιβίωσε από την έκρηξη. |
αντέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A dor eraintensa, mas Dan suportou. |
αντιτίθεμαι, εναντιώνομαιverbo pronominal/reflexivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A oposição está determinada a resistir à política, é claro. Η αντιπολίτευση είναι δεδομένο ό,τι θα αντιτεθεί (or: εναντιωθεί) στην πολιτική αυτή, φυσικά. |
δεν αντέχω, δεν στέκωlocução verbal (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντέχω στο χρόνο(durar) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντέχω υπόexpressão verbal |
δεν αντέχω, δεν βαστάω, δεν κρατάωlocução verbal (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του resistir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του resistir
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.