Τι σημαίνει το revised στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης revised στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του revised στο Αγγλικά.
Η λέξη revised στο Αγγλικά σημαίνει διορθωμένος, αναθεωρημένος, επιμελούμαι, αναθεωρώ, κάνω επανάληψη, κάνω επαναλήψεις, κάνω επανάληψη για κτ, κάνω επαναλήψεις για κτ, κάνω επανάληψη, αναθεωρώ, αναθεωρώ, αναθεωρημένη έκδοση, διορθωμένο τιμολόγιο, αναθεωρημένο τιμολόγιο, Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφραση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης revised
διορθωμένοςadjective (text: edited, amended) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The proofreader sent the revised text to the publisher. |
αναθεωρημένοςadjective (updated) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The revised timetable is now available from the train station. |
επιμελούμαιtransitive verb (text: edit, amend) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The proofreader revised the text. Ο διορθωτής έκανε την επιμέλεια του κειμένου. |
αναθεωρώtransitive verb (update) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The HR team revised the staff guidelines. Η ομάδα του τμήματος ανθρώπινου δυναμικού αναθεώρησε τις κατευθυντήριες γραμμές για το προσωπικό. |
κάνω επανάληψη, κάνω επαναλήψειςintransitive verb (UK (study before an exam) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Veronica has an exam on Tuesday, so she's revising. Η Βερόνικα μελετά γιατί δίνει εξετάσεις την Τρίτη. |
κάνω επανάληψη για κτ, κάνω επαναλήψεις για κτ(UK (study for an exam) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Robert is revising for an exam. Ο Ρόμπερτ διαβάζει για ένα διαγώνισμα. |
κάνω επανάληψηtransitive verb (UK (review lessons) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I need to revise irregular verbs for the French test tomorrow. |
αναθεωρώtransitive verb (opinion: change) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Walter revised his opinion of the young man after listening to Mrs. Bradshaw singing his praises. Ο Γουόλτερ άλλαξε τη γνώμη που είχε για τον νεαρό άντρα αφότου άκουσε την κυρία Μπράτσο να τον επαινεί. |
αναθεωρώtransitive verb (numbers: adjust) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Emma revised the figures according to the new forecast. Η Έμμα αναθεώρησε τα στοιχεία σύμφωνα με τη νέα πρόβλεψη. |
αναθεωρημένη έκδοσηnoun (corrected or updated printing) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A new revised edition has just been published. |
διορθωμένο τιμολόγιο, αναθεωρημένο τιμολόγιοnoun (amended bill for goods or services) |
Αναθεωρημένη Στερεότυπη Μετάφρασηnoun (written, initialism (Revised Standard Version) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του revised στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του revised
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.