Τι σημαίνει το revert στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης revert στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του revert στο Αγγλικά.

Η λέξη revert στο Αγγλικά σημαίνει επιστρέφω σε κτ, επιστρέφω σε κτ, επιστρέφω σε κτ, επανέρχομαι στο κανονικό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης revert

επιστρέφω σε κτ

(return to: earlier condition)

The medications ceased to have effect and she has reverted to a vegetative state. After severe trauma, some people revert to childlike behavior.
Τα φάρμακα σταμάτησαν να δρουν και ξανάπεσε σε κατάσταση φυτού.

επιστρέφω σε κτ

(return to: habit, behaviour)

William swore he would be good from then on, but he soon reverted to his wicked ways.
Ο Γουίλιαμ ορκίστηκε ότι θα ήταν καλός από εδώ και πέρα, όμως επέστρεψε σύντομα στον κακό του εαυτό.

επιστρέφω σε κτ

(go back to)

Some people think we should revert to a barter system instead of money.
Μερικοί πιστεύουν ότι θα πρέπει να επιστρέψουμε στην ανταλλακτική οικονομία αντί να έχουμε χρήματα.

επανέρχομαι στο κανονικό

verbal expression (go back to one's usual behaviour)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του revert στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.