Τι σημαίνει το reverse στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης reverse στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του reverse στο Αγγλικά.

Η λέξη reverse στο Αγγλικά σημαίνει το αντίστροφο, το αντίθετο, άλλη πλευρά, αντίστροφη πλευρά, άλλη όψη, αντίστροφη όψη, ανατρέπω, αναιρώ, αποσύρω, ανατρέπω, γυρίζω από την άλλη, αντιστρέφω, πάω με την όπισθεν, αντίστροφος, αντίθετος, όπισθεν, ήττα, κάνω όπισθεν, γυρίζω το μέσα έξω, αντιστρέφω, αναστρέφω, ανάποδα, αντίστροφα, στην όπισθεν, στην όπισθεν, σε αντίστροφη χρονολογική σειρά, αντίστροφη διάκριση, αντίστροφη μηχανική, αντίστροφη ψυχολογία, αντίστροφος τεχνικός σχεδιασµός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης reverse

το αντίστροφο, το αντίθετο

noun (opposite)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You believe the sun goes around the Earth, whereas the reverse is true.
Πιστεύεις ότι ο ήλιος γυρίζει γύρω από τη γη, ενώ συμβαίνει το αντίστροφο (or: το αντίθετο).

άλλη πλευρά, αντίστροφη πλευρά, άλλη όψη, αντίστροφη όψη

noun (other side, back)

There was an image of an eagle on the reverse of the coin.
Υπήρχε μια εικόνα με έναν αετό στην άλλη όψη του νομίσματος.

ανατρέπω, αναιρώ, αποσύρω

transitive verb (undo, counteract)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The government reversed its policy on taxing alcohol.
Η κυβέρνηση πήρε πίσω την πολιτική της για τη φορολόγηση των οινοπνευματωδών.

ανατρέπω

transitive verb (overturn: a legal decision)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The judge reversed the defendant's conviction.
Ο δικαστής ανέτρεψε την καταδίκη του κατηγορούμενου.

γυρίζω από την άλλη

transitive verb (turn back to front)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Seeing that he had put his jumper on back to front, James reversed it.
Ο Τζέιμς γύρισε το φούτερ του από την άλλη όταν είδε ότι το είχε φορέσει ανάποδα.

αντιστρέφω

transitive verb (exchange: roles, etc.) (ρόλους)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As Daisy earned more than Ben, they decided to reverse the traditional roles; Daisy went out to work and Ben took care of the children.
Καθώς η Νταίζη έβγαζε περισσότερα χρήματα από τον Μπεν, αποφάσισαν να αντιστρέψουν τους παραδοσιακούς ρόλους. Η Νταίζη πήγαινε για δουλειά και ο Μπεν φρόντιζε τα παιδιά.

πάω με την όπισθεν

transitive verb (vehicle: drive backwards)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alison reversed the car into the garage.
Η Άλισον μπήκε με την όπισθεν στο γκαράζ.

αντίστροφος, αντίθετος

adjective (opposite)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Harry turned the coin over and saw that the reverse side was shinier.
Ο Χάρι αναποδογύρισε το κέρμα και είδε ότι η πίσω πλευρά του ήταν πιο γυαλιστερή.

όπισθεν

noun (vehicle's backwards gear)

Mary put the car into reverse and pulled out of the parking space.

ήττα

noun (formal (setback, defeat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The firm suffered an unexpected reverse the CEO quit suddenly.

κάνω όπισθεν

intransitive verb (drive backwards)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Carl reversed along the narrow lane until he reached a passing place.

γυρίζω το μέσα έξω

transitive verb (turn inside out)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Melanie reversed the jacket, so that the red side was outwards.

αντιστρέφω, αναστρέφω

transitive verb (order, position: turn around)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The librarian reversed the order of the books on the shelf, so that authors whose names appeared later in the alphabet came first.

ανάποδα, αντίστροφα

adverb (backwards)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She listed the names in reverse, not alphabetically.

στην όπισθεν

adverb (vehicle: into backwards mode)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I put the car in reverse and backed into the garage.

στην όπισθεν

adjective (vehicle: in backwards mode)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The vehicle was in reverse when the crash happened.

σε αντίστροφη χρονολογική σειρά

adverb (from latest to oldest)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
You should list your past jobs on your CV in reverse chronological order.

αντίστροφη διάκριση

noun (prejudice in favour of a minority)

Many people believe that minority quotas are reverse discrimination.

αντίστροφη μηχανική

noun (taking [sth] apart to reproduce it)

Reverse engineering is one way computer programs are pirated.

αντίστροφη ψυχολογία

noun (use of dissuasion to persuade)

αντίστροφος τεχνικός σχεδιασµός

transitive verb (take apart and reproduce)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του reverse στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του reverse

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.