Τι σημαίνει το rhyme στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rhyme στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rhyme στο Αγγλικά.

Η λέξη rhyme στο Αγγλικά σημαίνει ρίμα, ομοιοκαταληξία, ρίμα, κάνω ρίμα, κάνω ομοιοκαταληξία, φτιάχνω ρίμες, ριμάρω, παρήχηση, ομοιοκαταληξία στο τέλος της γραμμής, παιδικό τραγουδάκι, ομοιοκατάληξία, ρίμα, χωρίς λόγο, αβάσιμος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rhyme

ρίμα, ομοιοκαταληξία

noun ([sth] that rhymes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In English poetry, writers often use rhymes, or words whose sounds correspond to each other, at the end of lines.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η ομοιοκαταληξία χρησιμοποιείται συχνά στην ποίηση.

ρίμα

noun (rhyming poem)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Adam recited a rhyme he had learned.
Ό Άνταμ απήγγειλε ένα ποιηματάκι (or: στιχάκι) που είχε μάθει.

κάνω ρίμα, κάνω ομοιοκαταληξία

intransitive verb (words) (με κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In English, clock rhymes with sock.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η λέξη γάτα κάνει ομοιοκαταληξία με τη λέξη τράτα.

φτιάχνω ρίμες

intransitive verb (compose rhymes)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The poet spent his days wandering the meadows and rhyming.

ριμάρω

transitive verb (use as a rhyme)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The lyricist rhymed cat with mat.

παρήχηση

noun (repetition of vowel sounds)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ομοιοκαταληξία στο τέλος της γραμμής

noun (poetry: rhyme at end of a line)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παιδικό τραγουδάκι

noun (traditional children's poem or song)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Little Bo Beep is my favorite nursery rhyme.

ομοιοκατάληξία, ρίμα

noun (poem's rhyming pattern)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The students are analysing the rhyme schemes of different poems.

χωρίς λόγο

adverb (inexplicably)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He yells at me without rhyme or reason, and I just can't understand why.

αβάσιμος

expression (inexplicable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Your belief that Daisy doesn't like you is without rhyme or reason; she's never done anything to make you think that.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rhyme στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.