Τι σημαίνει το rib στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rib στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rib στο Αγγλικά.

Η λέξη rib στο Αγγλικά σημαίνει πλευρό, παϊδάκι, ριπ, νομέας, δοκίδα, ανάγλυφη ρίγα, νεύρο, πειράζω, πειράζω κπ για κτ, σπαλομπριζόλα, κρέας από τα πλευρά, θωρακικός κλωβός, μπριζόλα rib eye, παϊδάκια, για παϊδάκια, παϊδάκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rib

πλευρό

noun (anatomy: costal bone) (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The blow to his side broke two of George's ribs.
Από το χτύπημα που δέχθηκε στον κορμό του ο Τζορτζ έσπασε δύο πλευρά.

παϊδάκι

noun (food: rib meat) (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We're eating ribs tonight.
Θα φάμε παϊδάκια απόψε.

ριπ

noun (knitting stitch)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Marilyn was getting better at knitting, but she hadn't quite mastered doing a rib yet.
Η Μέριλιν βελτιωνόταν στο πλέξιμο αλλά δεν είχε καταφέρει ακόμα να κάνει ριπ.

νομέας

noun (part of boat)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The boat builder was fixing planks to the ribs.
Ο κατασκευαστής σκαφών τοποθετούσε σανίδες στον νομέα.

δοκίδα

noun (architecture: support) (αρχιτεκτονική: μικρό δοκάρι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Looking up, Brian could see the ribs of the roof.
Κοιτάζοντας προς τα πάνω, ο Μπράιαν μπορούσε να δει τις δοκίδες της οροφής.

ανάγλυφη ρίγα

noun (raised strip of fabric)

Alison ran her fingers over the ribs of the corduroy.

νεύρο

noun (leaf: main vein)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Gareth stared at the leaf, tracing the lines of its ribs with his finger.

πειράζω

transitive verb (informal (tease [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Carol's colleagues kept ribbing her after the silly mistake she made.

πειράζω κπ για κτ

(tease [sb] about [sth])

Billy's classmates rib him about his red hair.

σπαλομπριζόλα

noun (beef: meat from ribs)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κρέας από τα πλευρά

noun (beef: meat from ribs)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θωρακικός κλωβός

noun (enclosure formed by ribs) (επίσημο, ιατρικός όρος)

Tests revealed that James has a stress fracture in his rib cage.

μπριζόλα rib eye

noun (cut of beef: steak)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παϊδάκια

plural noun (US (cut of beef)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

για παϊδάκια

noun as adjective (beef: short ribs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My favorite short-rib recipe uses ten different spices.

παϊδάκι

noun (usually plural (cut of meat) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rib στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.