Τι σημαίνει το male στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης male στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του male στο Αγγλικά.

Η λέξη male στο Αγγλικά σημαίνει άντρας, άνδρας, αρσενικό, αντρικός, ανδρικός, αρσενικός, αρσενικός, αρσενικός, κυρίαρχο αρσενικό, ανδρικός σοβινισμός, φαλλοκράτης, φαλλοκρατικό γουρούνι, αντρική ματιά, ανδρικά γεννητικά όργανα, νοσοκόμος, νοσηλευτής, ζιγκολό, ανδροκρατούμενος, ανδροκρατούμενος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης male

άντρας, άνδρας

noun (person of male sex)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The police received a report of two males fighting.
Η αστυνομία έλαβε μια αναφορά για καυγά δύο ανδρών.

αρσενικό

noun (animal of male sex)

Males among mammals generate a lot of testosterone and tend to be more aggressive.
Τα αρσενικά των θηλαστικών παράγουν πολλή τεστοστερόνη και τείνουν να είναι πιο επιθετικά.

αντρικός, ανδρικός

adjective (of boys or men)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Early theater always had male casts.
Το πρώιμο θέατρο είχε πάντα ανδρικό θίασο.

αρσενικός

adjective (of male animals)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The cat gave birth to two female and one male kitten.
Η γάτα γέννησε δυο θηλυκά και ένα αρσενικό γατάκι.

αρσενικός

adjective (figurative (plug) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tom inserted the male end of the cord into the socket.

αρσενικός

adjective (flowers, plants)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Some trees have male and female varieties, and some are self-pollinating.

κυρίαρχο αρσενικό

noun (man, dog: dominant)

ανδρικός σοβινισμός

noun (sexism towards women, misogyny)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The feminist movement is still working hard to reduce the level of male chauvinism in society.

φαλλοκράτης

noun (man with sexist attitude)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Her husband's a male chauvinist who treats her like a servant.

φαλλοκρατικό γουρούνι

noun (slang, pejorative (man with sexist attitude, misogynist) (μεταφορικά, προσβλητικό)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I've met a lot of male chauvinist pigs before now but I think you're the worst ever!

αντρική ματιά

noun (male-centric perception)

ανδρικά γεννητικά όργανα

plural noun (penis and scrotum)

νοσοκόμος, νοσηλευτής

noun (man who is a medical attendant)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Male nurses constitute about 10% of the UK nursing population.

ζιγκολό

noun (man who has sex for money)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
She was a Palm beach socialite; she had money, and she was not above seeking comfort from a male prostitute on occasion.

ανδροκρατούμενος

adjective (with men in the majority) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανδροκρατούμενος

adjective (with men in control)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του male στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του male

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.