Τι σημαίνει το ritmo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ritmo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ritmo στο ισπανικά.

Η λέξη ritmo στο ισπανικά σημαίνει ρυθμός, παλμός, ρυθμός, ρυθμός, παλμός, ρυθμός, ρυθμός, ρυθμός, το να δίνω τον ρυθμό, ρυθμός, ρυθμός, παλμός, ρυθμός, ρυθμός, ρυθμός, τμήμα, ρυθμός, ρυθμός, ρυθμός, ρυθμός, ρυθμός, χρονομέτρηση, παλμός, σε στυλ τζαζ, ζωηρός, αποσυντονίζω, επιβράδυνση, περίπατος, εντός ρυθμού, αργά, σιγά, στο ρυθμό, με τον ρυθμό μου, με τον δικό μου ρυθμό, με αυτόν τον ρυθμό, μέσα στον ρυθμό, ρυθμική μέθοδος, αίσθηση του ρυθμού, γρήγορο βήμα, καρδιακός ρυθμός, τρέχον ρυθμός, ρυθμός προόδου, χτυπάω παλαμάκια με το ρυθμό, συνεχίζω έτσι, συμβαδίζω, ανεβάζω ταχύτητα, αυξάνω ταχύτητα, ανεβάζω ρυθμούς, αυξάνω το ρυθμό, δεν βιάζομαι, δεν το παρακάνω, παίζω έναν ρυθμό, συμβαδίζω, κτυπώ ρυθμό, με γρήγορο τέμπο, που δεν έχει προβάδισμα, στον ίδιο ρυθμό με, βήμα, χάνω χτύπους, έχω λιγότερη κίνηση, χτυπάω σε ρυθμό, του ρυθμού, συναγωνίζομαι, διατηρώ το ρυθμό, προχωρώ, συνεχίζω, ανεβάζω ταχύτητα, ανεβάζω στροφές, ορίζω τον ρυθμό, ακολουθώ, παίζω, δίνω ρυθμό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ritmo

ρυθμός, παλμός

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El ritmo de la música hizo que todos movieran el pie.
Το τέμπο της μουσικής τους έκανε όλους να χτυπούν ρυθμικά τα πόδια τους.

ρυθμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El ritmo de crecimiento es sorprendente.
Ο ρυθμός ανάπτυξης είναι εκπληκτικός.

ρυθμός, παλμός

nombre masculino (del tráfico, ciudad)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Después de vivir en el campo, a Sarah le resultaba excitante el ritmo de la ciudad.

ρυθμός

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El pentámetro yámbico es lo que le da al soneto su ritmo.

ρυθμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El doctor escuchó el ritmo del corazón de Tim.

ρυθμός

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El ritmo al que latía su corazón alarmó a las enfermeras.
Η καρδιά του χτυπούσε με τέτοιο ρυθμό που τρόμαξε τις νοσοκόμες.

το να δίνω τον ρυθμό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ρυθμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ellen no estaba segura de poder seguir trabajando al mismo ritmo todo el día.

ρυθμός

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El corredor que va delante marca el ritmo de la carrera.
Ο πρώτος δρομέας δίνει τον ρυθμό στον αγώνα.

παλμός, ρυθμός

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El ritmo de la música hizo que Alison quisiera levantarse y bailar.

ρυθμός

nombre masculino (música)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los bailarines se movían al ritmo de la música.
Οι χορευτές λικνίζονταν με τον ρυθμό της μουσικής.

ρυθμός

nombre masculino (música)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
En muchas bandas musicales, el baterista marca el ritmo.

τμήμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Está en el ritmo acelerado de aprendizaje en la escuela.
Παρακολουθεί το εντατικό τμήμα στο σχολείο του.

ρυθμός

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El grupo tenía buen ritmo y los espectadores empezaron a bailar.

ρυθμός

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El ritmo al que ratero escapó, tomó al policía por sorpresa.

ρυθμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El grupo de hombres arrancó a buen ritmo.

ρυθμός

(música)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El tempo de la música dio a Oliver ganas de levantarse y bailar.

ρυθμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χρονομέτρηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La cadencia del experimento fue cuidadosamente supervisada.
Η χρονομέτρηση του πειράματος παρακολουθείτο προσεκτικά.

παλμός

(figurado, ciudad)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El pulso de la ciudad parece haberse debilitado desde la última visita de Paul.

σε στυλ τζαζ

(μουσική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El exclusivo bar solo contrataba músicos con una actitud sexy y jazzística.

ζωηρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αποσυντονίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιβράδυνση

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La causa de la ralentización económica se desconoce.

περίπατος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
En vez de ir apurado, el hombre iba dando una caminata.

εντός ρυθμού

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Nuestro baile de anoche fue horrible, no seguimos el ritmo la mayoría de las veces.

αργά, σιγά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La tortuga ganó la carrera a pesar de haber ido a paso lento.

στο ρυθμό

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando eres el baterista de una banda, es importante que te mantengas en ritmo.

με τον ρυθμό μου, με τον δικό μου ρυθμό

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
De la fábula de la tortuga y la liebre aprendimos que cada uno puede ir a su ritmo para ser un ganador.

με αυτόν τον ρυθμό

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Ya tiene cinco medallas como clavadista? A este ritmo va a estar en los Juegos Olímpicos antes de los 16.

μέσα στον ρυθμό

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρυθμική μέθοδος

(μέθοδος αντισύλληψης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El artículo explica cómo funciona el método del ritmo.

αίσθηση του ρυθμού

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No tengo ningún sentido del ritmo y no sé bailar.

γρήγορο βήμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Caminaba a un paso tan rápido que era muy difícil mantenerle el ritmo.

καρδιακός ρυθμός

El ritmo cardíaco aumenta al hacer ejercicio.
Οι σφυγμός αυξάνεται όταν ασκείσαι.

τρέχον ρυθμός

A este paso me iré a la quiebra en quince años.

ρυθμός προόδου

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χτυπάω παλαμάκια με το ρυθμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los chicos llevaron el ritmo de la música con las palmas.

συνεχίζω έτσι

expresión (España coloq)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sacaste sobresaliente en todas esta evaluación. ¡Aguanta el ritmo!
Πήρες σε όλα 'Α αυτό το τρίμηνο. Συνέχισε έτσι! Μπράβο Άλαν, συνέχισε έτσι!

συμβαδίζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Juan no pudo seguirle el ritmo al resto de los corredores.

ανεβάζω ταχύτητα, αυξάνω ταχύτητα, ανεβάζω ρυθμούς, αυξάνω το ρυθμό

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν βιάζομαι, δεν το παρακάνω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίζω έναν ρυθμό

locución verbal

Comenzó a golpetear la mesa con los dedos siguiendo el ritmo.

συμβαδίζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La anciana luchaba por seguir el ritmo de su ágil nieta.
Η γριά γυναίκα αγωνιζόταν για να καταφέρει να συμβαδίσει με τη νεαρή εγγονή της.

κτυπώ ρυθμό

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El batería marcó el ritmo y la banda empezó a tocar.

με γρήγορο τέμπο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που δεν έχει προβάδισμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hasta el último salto, los caballos iban a la par.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα δύο κόμματα εμφανίζονται ισόπαλα στις τελευταίες δημοσκοπήσεις.

στον ίδιο ρυθμό με

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los bailarines hicieron un excelente trabajo para mantenerse al compás de la música.

βήμα

locución nominal masculina (forma de caminar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los ejércitos marchan a un ritmo constante.
Ο στρατός παρελαύνει με σταθερό βηματισμό.

χάνω χτύπους

locución verbal (κυριολεξία: καρδιά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω λιγότερη κίνηση

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los negocios siempre bajan el ritmo después de Año Nuevo.

χτυπάω σε ρυθμό

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Creo que le gusta, está marcando el ritmo con el pie.

του ρυθμού

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συναγωνίζομαι

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A Estela le cuesta seguirle el ritmo a sus compañeros en las clases de matemáticas.
Η Στέλλα δεν καταφέρνει να φτάσει τους συμμαθητές της στα μαθηματικά.

διατηρώ το ρυθμό

locución verbal (μουσική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El baterista es el que marca el ritmo.

προχωρώ, συνεχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es difícil estar al día con mis estudios si tengo que trabajar en el restaurante todas las noches.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είναι δύσκολο να τα βγάλω πέρα με τις σπουδές μου όταν πρέπει να δουλεύω στο εστιατόριο κάθε βράδυ.

ανεβάζω ταχύτητα, ανεβάζω στροφές

(informal) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Este negocio necesita acelerar el ritmo para vencer a la competencia.
Για να ξεπεράσουμε τους ανταγωνιστές μας, η επιχείρηση πρέπει να ανεβάσει ρυθμούς.

ορίζω τον ρυθμό

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lo más importante cuando se corre un maratón es moderar el ritmo tú mismo.
Το πιο σημαντικό στο τρέξιμο ενός μαραθωνίου είναι να βρεις ρυθμό.

ακολουθώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El conductor iba a la par con el auto que llevaba la delantera.

παίζω

locución verbal (música) (μουσική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El baterista marcaba el ritmo en el bombo.

δίνω ρυθμό

locución verbal (carreras)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los corredores que aspiran a establecer un nuevo récord necesitan una liebre que les marque el ritmo.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ritmo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.