Τι σημαίνει το rubber στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rubber στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rubber στο Αγγλικά.

Η λέξη rubber στο Αγγλικά σημαίνει καουτσούκ, γόμα, γομολάστιχα, προφυλακτικό, λαστιχένιος, γαλότσες, σειρά τριών ή πέντε παιχνιδιών μεταξύ δύο ομάδων, ο τελικός αγώνας σε σειρά τριών ή πέντε παιχνιδιών μεταξύ δύο ομάδων, σφουγγάρι, λαστιχένια υφή, καουτσούκ τύπου κρεπ, οδοντικό διάφραγμα, στοματικό διάφραγμα, αφρώδες ελαστικό, βουλκανισμένο καουτσούκ/λάστιχο, φυσικό καουτσούκ, νεοπρένιο, λαστιχένια μπάλα, λαστιχάκι, γαλότσες, κόλλα ελαστικού, λαστιχένιο κοτόπουλο, άνοστο φαγητό, λαστιχένιο κράσπεδο, ελαστικός απομονωτήρας, φουσκωτό σκάφος, πλαστικό παπάκι, πλαστικό παπάκι, λαστιχένια σπάτουλα, σφραγίδα, αυτός που βαράει σφραγίδες, καουτσουκόδεντρο, με λαστιχένιες σόλες, σφραγίζω, εγκρίνω κτ αυτόματα, συνθετικό λάστιχο, ενισχυμένο λάστιχο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rubber

καουτσούκ

noun (uncountable (latex material)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Tyres are made of rubber.
Τα ελαστικά είναι φτιαγμένα από καουτσούκ.

γόμα, γομολάστιχα

noun (UK (eraser for mistakes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Betty used a rubber to erase her mistake.

προφυλακτικό

noun (slang (condom)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lily always carries a rubber in her purse, just in case.
Η Λίλη κουβαλάει πάντα προφυλακτικά στην τσάντα της, μήπως και χρειαστούν.

λαστιχένιος

noun as adjective (made of rubber)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Robert wears rubber gloves to do the washing up.
Ο Ρόμπερτ φοράει λαστιχένια γάντια για να πλύνει τα πιάτα.

γαλότσες

plural noun (US, Can (waterproof boots)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ted was wearing his rubbers because of the rain.
Ο Τεντ φορούσε τις γαλότσες του λόγω της βροχής.

σειρά τριών ή πέντε παιχνιδιών μεταξύ δύο ομάδων

noun (set of games) (μπριτζ, ουίστ, κρίκετ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
After dinner, they sat at the card table to play a few rubbers.

ο τελικός αγώνας σε σειρά τριών ή πέντε παιχνιδιών μεταξύ δύο ομάδων

noun (rubber game, rubber match) (μπριτζ, ουίστ, κρίκετ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The score was even, so they played a rubber.

σφουγγάρι

noun (US (eraser for blackboard) (σβήσιμο πίνακα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We slapped the chalkboard erasers together to get rid of the chalk dust.

λαστιχένια υφή

noun (informal (food: chewiness) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Everything was excellent except for the calamari, which had the consistency of rubber.

καουτσούκ τύπου κρεπ

noun (rubber with corrugated surface)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
These walking shoes have crepe rubber soles to prevent slipping on wet pavements.

οδοντικό διάφραγμα, στοματικό διάφραγμα

noun (dental sheet) (οδοντιατρικό εξάρτημα)

αφρώδες ελαστικό

noun (spongy material used as stuffing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The seat cushions were filled with foam rubber.

βουλκανισμένο καουτσούκ/λάστιχο

noun (vulcanized rubber)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The truck's tires were made of hard rubber.

φυσικό καουτσούκ

noun (latex made from sap of the rubber tree)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
These gloves are made from plastic, but those are natural rubber.

νεοπρένιο

noun (water-resistant synthetic material) (συνθετικό υλικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My wetsuit is made from neoprene rubber.

λαστιχένια μπάλα

noun (bouncy ball made of rubber)

λαστιχάκι

noun (elastic band)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The postman uses rubber bands to bundle together letters for the same address.
Ο ταχυδρόμος χρησιμοποιεί λαστιχάκια για να δέσει μεταξύ τους τα γράμματα που είναι για την ίδια διεύθυνση.

γαλότσες

plural noun (wellingtons: footwear worn in rain) (μπότες από καοτσούκ)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
When I walk in the rain, I wear rubber boots so I can splash right through the puddles.

κόλλα ελαστικού

noun (adhesive)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λαστιχένιο κοτόπουλο

noun (comedy prop: latex model of a chicken) (παιχνίδι)

At the circus, one clown used a rubber chicken to hit another one on the head.

άνοστο φαγητό

noun (figurative, disparaging (characteristic food served at large gatherings)

I refuse to go to another banquet where I have to listen to boring speeches and eat rubber chicken.

λαστιχένιο κράσπεδο

noun (edging used around playground surface) (σε παιδότοπους, πάρκα)

ελαστικός απομονωτήρας

noun (dental sheet) (οδοντιατρικό εξάρτημα)

When I go to the dentist I don't mind the shot of novocaine; it's the rubber dam I can't stand.

φουσκωτό σκάφος

noun (small inflated boat)

πλαστικό παπάκι

noun (duck-shaped bath toy)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Children often play with rubber ducks at bathtime.

πλαστικό παπάκι

noun (informal (duck-shaped bath toy)

λαστιχένια σπάτουλα

noun (kitchen utensil)

The pastry chef used a rubber spatula to spread icing on the cake.

σφραγίδα

noun (handheld printing tool)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rubber stamps are often used to mark packages "fragile".

αυτός που βαράει σφραγίδες

noun (figurative ([sb] approving automatically)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καουτσουκόδεντρο

noun (rubber-yielding tree)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

με λαστιχένιες σόλες

adjective (shoes: rubber bottoms)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σφραγίζω

transitive verb (mark with rubber stamp)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εγκρίνω κτ αυτόματα

transitive verb (figurative (approve automatically)

συνθετικό λάστιχο

noun (artificial, flexible material)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ενισχυμένο λάστιχο

noun (strengthened rubber for tyres, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Automobile tires are made of a strong vulcanized rubber.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rubber στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του rubber

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.