Τι σημαίνει το royal στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης royal στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του royal στο Αγγλικά.
Η λέξη royal στο Αγγλικά σημαίνει βασιλικός, μέλος της βασιλικής οικογένειας, οι βασιλιάδες, βασιλικός, βασιλικός, Άσκοτ, προκριματικός αγώνας, καυγάς, τσακωμός, καυγάς, τσακωμός, σύζυγος, δηλόνιξ η βασιλική, Βασιλικό Ναυτικό, Βασιλική Αεροπορία, μπλε ρουαγιάλ, μπλε ρουαγιάλ, Βασιλική Καναδική Έφιππη Αστυνομία, βασιλικό διάταγμα, βασιλική οικογένεια, φλος ρουαγιάλ, Βασιλική Φρουρά, βασιλικός πολτός, Βασιλικό Ναυτικό, βασιλικό ανάκτορο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης royal
βασιλικόςadjective (of royalty) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Harry has royal blood. Ο Χάρι έχει βασιλικό αίμα. |
μέλος της βασιλικής οικογένειαςnoun (member of royal family) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Prince William is a royal. Ο πρίγκιπας Γουίλιαμ είναι γαλαζοαίματος. |
οι βασιλιάδεςplural noun (UK (royal family) The royals aren't popular with everyone in the UK. Η βασιλική οικογένεια δεν είναι συμπαθής σε όλους τους κατοίκους του Ηνωμένου Βασιλείου. |
βασιλικόςadjective (like royalty) (ελαφρά αρνητικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The audience was impressed by the actress's royal bearing. |
βασιλικόςadjective (fit for royalty) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The organizers laid on a royal feast. |
Άσκοτnoun (horse race in England) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
προκριματικός αγώναςnoun (UK (wrestling: elimination match) (πάλη) |
καυγάς, τσακωμόςnoun (dispute, fight) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καυγάς, τσακωμόςnoun (fight: many participants) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σύζυγοςnoun (monarch's spouse) (μονάρχη) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) The royal consort attends all official state events. |
δηλόνιξ η βασιλικήnoun (tree) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The flamboyant's flowers blazed bright red in the afternoon sun. |
Βασιλικό Ναυτικόnoun (UK, archaic (Royal Navy: armed sea force) |
Βασιλική Αεροπορίαnoun (UK, initialism (Royal Air Force) |
μπλε ρουαγιάλnoun (bright blue colour) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Chelsea Football Club play in royal blue. |
μπλε ρουαγιάλadjective (bright blue in colour) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
Βασιλική Καναδική Έφιππη Αστυνομίαnoun (Canadian police on horseback) (αστυνομία Καναδά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) His law enforcement background and experience with horses made him an excellent candidate for the Royal Canadian Mounted Police. |
βασιλικό διάταγμαnoun (authorization by the monarchy) |
βασιλική οικογένειαnoun (monarch and immediate relatives) After marrying the prince, she was considered a member of the royal family. |
φλος ρουαγιάλnoun (five highest playing cards in a suit) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Βασιλική Φρουράnoun (military bodyguards to the monarchy) (φρουρά, σωματοφύλακες) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
βασιλικός πολτόςnoun (substance produced by bees) |
Βασιλικό Ναυτικόnoun (UK (armed sea force) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
βασιλικό ανάκτοροnoun (monarch's residence) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του royal στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του royal
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.