Τι σημαίνει το tire στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tire στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tire στο Αγγλικά.

Η λέξη tire στο Αγγλικά σημαίνει κουράζω, κουράζομαι, χάνω το ενδιαφέρον μου για κπ/κτ, λάστιχο, Τύρος, εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι, εξουθενώνω, εξαντλώ, κουράζω, λιωμένο λάστιχο, φθαρμένο λάστιχο, φαγωμένο λάστιχο, ξεφουσκωμένο λάστιχο, λάστιχα πεπιεσμένου αέρα, ρεζέρβα, μπάκα, σαμπρέλα, κοιλάρα, κάλυμμα λάστιχου αυτοκινήτου, πιεσόμετρο, γρύλος, πίεση ελαστικών, εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tire

κουράζω

transitive verb (make tired)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The hike had tired Agatha, so she went to bed early.
Η πεζοπορία κούρασε την Αγκάθα και έτσι πήγε για ύπνο νωρίς.

κουράζομαι

intransitive verb (become tired)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Towards the end of the day, the workers began to tire and output slowed.
Προς το τέλος της ημέρας οι εργάτες άρχισαν να κουράζονται και η απόδοση μειώθηκε.

χάνω το ενδιαφέρον μου για κπ/κτ

(lose interest in)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
At first, Rose was very enthusiastic about the course, but she tired of it when she realised how much work she had to do.
Στην αρχή η Ρόουζ ήταν ενθουσιασμένη με το μάθημα, αλλά το βαρέθηκε όταν κατάλαβε πόση δουλειά έπρεπε να κάνει.

λάστιχο

noun (rubber around wheel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I need to buy two new tyres for my car.
Πρέπει να αγοράσω δύο καινούρια λάστιχα για το αυτοκίνητό μου.

Τύρος

noun (Lebanese port)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)

εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι

phrasal verb, transitive, separable (make exhausted)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Every time I look after her kids they tire me out. Taking the underground every day tires me out.

εξουθενώνω, εξαντλώ, κουράζω

phrasal verb, intransitive (become exhausted)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I tired out after I had walked for a few miles.

λιωμένο λάστιχο, φθαρμένο λάστιχο, φαγωμένο λάστιχο

noun (vehicle's wheel cover: very worn) (όχημα)

You have one bald tire but the other three still have some rubber left on them.

ξεφουσκωμένο λάστιχο

noun (deflated wheel cover on a vehicle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
If you drive just a short way with a flat tire, you may have to replace the metal wheel as well.

λάστιχα πεπιεσμένου αέρα

noun (has pressurized air)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ρεζέρβα

noun (US (extra wheel cover)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I keep a spare tire in the trunk of my car [US]. I keep a spare tyre in the boot of my car [UK].
Έχω μια ρεζέρβα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου μου.

μπάκα, σαμπρέλα, κοιλάρα

noun (US, figurative, slang (fat stomach) (ΗΠΑ, αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I've got to watch what I eat: I need to lose this spare tire.

κάλυμμα λάστιχου αυτοκινήτου

noun (covering for a tire)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πιεσόμετρο

noun (device: measures tire pressure)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The tire gauge showed that the tires were under-inflated.

γρύλος

noun (US (metal tool for removing a tyre)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I've got the jack but I can't find the tyre iron.

πίεση ελαστικών

noun (air pressure inside tire)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εξουθενώνομαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι

verbal expression (informal (do [sth] to point of exhaustion)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't tire yourself out at the gym.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tire στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του tire

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.