Τι σημαίνει το saco στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης saco στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του saco στο πορτογαλικά.
Η λέξη saco στο πορτογαλικά σημαίνει σακούλα, σακί, τσουβάλι, σακούλα, σακουλάκι, πακέτο, σακουλάκι, τσάντα, σάκος, ασκός, θύλακος, σάκος, σάκος διακομιδής πτωμάτων, σακί, όσχεο, θήκη, ασκός, θύλακος, σάκος, μπαλάκια, αμελέτητα, μπομπόλια, μπελάς, μανίκι, ζόρι, πακέτο, καρύδια, μπαλάκια, μανίκι, μια σακούλα κτ, μπελάς, αρχίδια, παπάρια, μπελάς, αγγαρεία, σκέτη βαρεμάρα, πορτοφόλι, πορτοφολάκι, πουγκί, σακούλα, τσάντα, ταχυδρομικός σάκος, αρχίδι, ταξιδιωτικός σάκος, κακόκεφος, άκεφος, κακοδιάθετος, αερόσακος, υπηρέτης, γλοιώδης τύπος, χαμερπής, δουλικός, κόλακας, γλείφτης, γλείφτης, γλείφτρια, οσφυοκάμπτης, γλείφω, κερδίζω την εύνοια κπ, βαριέμαι, κερδίζω την εύνοια, κολακεύω, -, μπουχτίζω, βαριέμαι, κουράζομαι, πειράζω, κολακεύω, κάνω φασαρία, πειράζω, πειράζω κπ για κτ, πολύ βαρετός, ωχ, ωχού, ουφ, γαμώτο, αμμόσακκος, τσουβάλι, σάκος για χρήματα, σάκος του μποξ, αμνιακός σάκος, ανικανοποίητος, ακόρεστος, σάκος για τα μπαστούνια του γκολφ, υπνόσακος, σλίπινγκ μπαγκ, σακούλα απορριμάτων, σκουπιδοσακούλα, σακούλα σκουπιδιών, σακούλα για ηλεκτρική σκούπα, γλείψιμο, που μοιάζουν, βαρέθηκα, κουράστηκα, έχω μπουχτίσει, έχω βαρεθεί, έχω κουραστεί, είμαι έως εδώ με κτ, χαζολογάω, χαζολογώ, μαλακίζομαι, τσατίζω, νευριάζω, τσαντίζω, γλοιώδης, δεν μπαίνω στον κόπο να κάνω κτ, σάκος του μποξ, μαύρη τρύπα, δεν αντέχω άλλο, είμαι μέχρι εδώ με κπ/κτ, γκρινιάζω σε κπ, είμαι γλύφτης, κωλογλύφτης, κόλακας, που φιλάει κατουρημένες ποδιές, γλύφω, προκαλώ υπνηλία, κουράζω, πρήζω, γλείφω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης saco
σακούλα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ethan colocou seus pertences em sacos e os guardou no porta-malas do carro. Ο Ίθαν έχωσε τα πράγματά του σε σακούλες και τα φόρτωσε στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου. |
σακί, τσουβάλι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Maria foi para a loja e comprou um saco de batatas. Η Μαρία πήγε για ψώνια και αγόρασε ένα σακί (or: τσουβάλι) πατάτες. |
σακούλαsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Eu comi dois sacos de batatas ao almoço. |
σακουλάκιsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ian abriu seu pacote de batata frita. Ο Ίαν άνοιξε το σακουλάκι με τα πατατάκια. |
πακέτο, σακουλάκιsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Um saco de doces com 545g contém aproximadamente 100 doces. Ένα πακέτο (or: σακουλάκι) με καραμέλες που ζυγίζει 545 γρ. περιέχει περίπου 100 καραμέλες. |
τσάντα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) O caixa colocou as compras em sacolas. Ο ταμίας έβαλε τα ψώνια σε τσάντες. |
σάκος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) O Papai Noel carrega um saco cheio de presentes em seu trenó. Ο Άγιος Βασίλης κουβαλάει έναν σάκο γεμάτο δώρα στο έλκηθρό του. |
ασκός, θύλακος, σάκοςsubstantivo masculino (estrutura com fluido) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σάκος διακομιδής πτωμάτωνsubstantivo masculino (para corpos) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σακί(ως ποσότητα, π.χ. ένα σακί) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
όσχεοsubstantivo masculino (escroto, vulgar) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θήκηsubstantivo masculino (golfe) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ασκός, θύλακος, σάκοςsubstantivo masculino (anatomia, botânica) (ανατομία, βοτανολογία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μπαλάκια(BRA, vulgar) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
αμελέτητα, μπομπόλια(gíria, vulgar: testículo) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
μπελάς(gíria: insuportável, desagradável) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Aquele cara é um saco. Nunca mais quero sair com ele. Αυτός ο τύπος είναι μπελάς. Δε θέλω να ξαναβγώ μαζί του. |
μανίκι, ζόρι, πακέτο(BRA, gíria: coisa desagradável) (καθομιλουμένη, μτφ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Cortar a grama no verão é um saco. Το να κουρεύεις το γκαζόν το καλοκαίρι είναι μανίκι. |
καρύδια, μπαλάκια(figurado, informal) (καθομιλουμένη, μτφ) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Jamie chutou Colby bem no saco quando ele fez um comentário rude para ela. Η Τζέιμι κλότσησε τον Κόλμπι κατευθείαν στα μπαλάκια του όταν έκανε ένα αγενές σχόλιο εις βάρος της. |
μανίκι(gíria, BRA) (μεταφορικά, αργκό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μια σακούλα κτsubstantivo masculino (quantidade) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μπελάς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αρχίδια, παπάρια(vulgar) (αργκό, χυδαίο) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Do nada, ele me bateu nas bolas. |
μπελάς(informal) (ανεπίσημο, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Estes mosquitos são uma chateação. Αυτά τα κουνούπια είναι σκέτος μπελάς. |
αγγαρεία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) O dever de casa é sempre enfadonho. Οι εργασίες για το σπίτι είναι σκέτη βαρεμάρα. |
σκέτη βαρεμάρα(informal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Esta peça é uma chatice; vamos embora no intervalo. Αυτό το έργο είναι σκέτη βαρεμάρα. Ας φύγουμε στο διάλειμμα. |
πορτοφόλι, πορτοφολάκι(χρήματα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πουγκί
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jude carregava um pouco de comida para o almoço na sua bolsa. |
σακούλα, τσάντα(BRA, sacola de compras) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ταχυδρομικός σάκος
O carteiro tem cartas em seu malote. |
αρχίδι(chulo) (όρχις, χυδαίο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quando ele me agarrou, eu dei-lhe um chute nas bolas e saí correndo. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Του έπιασε τα παπάρια και τα ζούληξε. |
ταξιδιωτικός σάκοςsubstantivo masculino |
κακόκεφος, άκεφος, κακοδιάθετος(figurado: de mau humor) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αερόσακος(segurança de veículo) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
υπηρέτης(υπηρετικό προσωπικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γλοιώδης τύποςsubstantivo masculino (καθομ, μειωτικό) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
χαμερπής, δουλικός, κόλακαςsubstantivo masculino (gíria) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γλείφτηςsubstantivo masculino (figurado, vulgar) (αργκό, μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Que puxa-saco: sempre no pé do chefe esperando por uma promoção. Τι κόλακας! Πάντα γλείφει το αφεντικό του, ελπίζοντας να πάρει προαγωγή. |
γλείφτης, γλείφτρια(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
οσφυοκάμπτηςsubstantivo masculino, substantivo feminino (informal, figurado: que sempre concorda) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γλείφω(καθομιλουμένη, αργκό, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κερδίζω την εύνοια κπ(με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βαριέμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Joan estava cansada de ser mandada de um escritório para outro. Η Τζόαν κουράστηκε με το να τη στέλνουν από το ένα γραφείο στο άλλο και ξέσπασε. |
κερδίζω την εύνοια(με γενική: κάποιου) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κολακεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tim tentou lisonjear o chefe dele. Ο Τιμ προσπάθησε να κολακεύσει το αφεντικό του. |
-
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Έλεγα, έλεγα μέχρι που έπεισα το αφεντικό μου να μου δώσει αύξηση. |
μπουχτίζω, βαριέμαι, κουράζομαι(figurado) (με κάτι, από κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Depois dessa neve toda, eu estou cansado do inverno. Μετά από όλο αυτό το χιόνι μπούχτισα από τον χειμώνα! |
πειράζω(informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os colegas de classe de Patricia descobriram a paixão dela por Henry e a estavam atazanando sem piedade. Οι συμμαθητές της Πατρίτσια είχαν μάθει ότι της άρεσε ο Χένρι και την πείραζαν αλύπητα. |
κολακεύωexpressão (informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω φασαρία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Alan disse às crianças que sabia que estavam com fome, mas que levaria mais tempo para preparar o almoço se elas continuassem reclamando o tempo todo. |
πειράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πειράζω κπ για κτ
|
πολύ βαρετόςadjetivo (αργκό,πιθανώς προσβλητικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ωχ, ωχού, ουφinterjeição (expressão de tédio) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
γαμώτο(υβριστικό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
αμμόσακκοςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τσουβάλι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σάκος για χρήματα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σάκος του μποξ
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
αμνιακός σάκος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ανικανοποίητος, ακόρεστοςexpressão (pessoa: nunca saciado ou satisfeito) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) O Miguel tem muita comida para dar; ele é um saco sem fundo. Να έχεις πολύ φαγητό εύκαιρο, είναι ακόρεστος. |
σάκος για τα μπαστούνια του γκολφ
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
υπνόσακος, σλίπινγκ μπαγκ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nós duas cabemos em um grande saco de dormir. Χωράμε και οι δύο σε έναν μεγάλο υπνόσακο. |
σακούλα απορριμάτωνsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σκουπιδοσακούλαsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Βάζουμε όλα τα σκουπίδια σε μια σκουπιδοσακούλα. |
σακούλα σκουπιδιών
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σακούλα για ηλεκτρική σκούπαsubstantivo masculino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γλείψιμοsubstantivo masculino, substantivo feminino (figurado, gíria pejorativo: bajulador) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
που μοιάζουνexpressão (pessoas parecidas) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βαρέθηκα, κουράστηκαexpressão (figurado, informal) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
έχω μπουχτίσει, έχω βαρεθεί, έχω κουραστείexpressão (figurado, informal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είμαι έως εδώ με κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χαζολογάω, χαζολογώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μαλακίζομαιexpressão verbal (figurado, vulgar) (αργκό, χυδαίο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τσατίζω, νευριάζω(figurado, informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esse cara realmente me tira do sério! Αυτός ο τύπος πραγματικά με τσατίζει! |
τσαντίζωlocução verbal (figurado, informal) (καθομιλουμένη: κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γλοιώδης(pessoa) (μεταφορικά, μειωτικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δεν μπαίνω στον κόπο να κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σάκος του μποξsubstantivo masculino (figurado:sujeito a abusos) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
μαύρη τρύπα(figurado) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δεν αντέχω άλλοexpressão (figurado, informal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είμαι μέχρι εδώ με κπ/κτ(figurado, informal) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γκρινιάζω σε κπ
Carlos resmungou com sua mãe até que ela deixou ele ir à casa do melhor amigo. Ο Κάιλ γκρίνιαζε στη μαμά του μέχρι που τον άφησε να πάει στο σπίτι του φίλου του. |
είμαι γλύφτης, κωλογλύφτης, κόλακας, που φιλάει κατουρημένες ποδιές, γλύφωverbo transitivo Você só conseguiu aquela promoção porque puxou o saco do o chefe. Πήρες αυτή την προαγωγή γιατί έγλυψες το αφεντικό. |
προκαλώ υπνηλία, κουράζω(enfadar) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πρήζω(BRA, figurado, informal) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Não aguento meu padrasto; ele está sempre me enchendo o saco. Δεν αντέχω τον πατριό μου. Πάντα με πρήζει. |
γλείφω(figurado, informal, pejorativo) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) O homem puxa o saco do seu chefe porque quer um aumento. Ο τύπος γλείφει το αφεντικό του, επειδή θέλει αύξηση. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του saco στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του saco
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.