Τι σημαίνει το salgo στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης salgo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του salgo στο ισπανικά.
Η λέξη salgo στο ισπανικά σημαίνει προκύπτω, έρχομαι στην κουβέντα, βγαίνω, βγαίνω, βγαίνω, τα έχω με κπ, ανατέλλω, εμφανίζομαι, φεύγω, που αναχωρεί, που φεύγει, αναμένεται να κυκλοφορήσει, το έξω, φεύγω, βγαίνω, ξεφεύγω από κτ, ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι, βγαίνω, πετυχαίνω, ξεκινάω, ξεκινώ, φεύγω, πηγάζω, ρέω, βγαίνω, ξεκινώ, τη γλυτώνω με κτ, συνδέομαι με κπ, βγαίνω, ξεχύνομαι, αναβλύζω, βγαίνω έξω, πετάγομαι, ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι, προβάλλω, σχολάω, βγαίνω, βγαίνω, δημοσιεύομαι, κλείνω, ξεκινώ, αναχωρώ, κάνω στην άκρη, τη σκαπουλάρω, τη γλιτώνω, βγαίνω, ξεκινώ, πηγαίνω, -, πετάγομαι, -, ανθισμένος, -, έξω, εκτός, -, φεύγω, δημοσιεύομαι, βγαίνω, μπαίνω, βγαίνω για σεργιάνι, ωριμάζω, ξεχύνομαι, φεύγω, προκύπτω, βγάζω, πηγαίνω αεροπορικώς, βγάζω, του δίνω, προχωρώ, φεύγω, αναχωρώ, συναναστρέφομαι, ρέω, κυλώ, σταλάζω, στάζω, βγαίνω, απομακρύνομαι, φεύγω, κοστίζω, στοιχίζω, έξω, ξεκινάω, ξεκινώ, πηγαίνω, έξω, εκτός, ξεφυτρώνω, ξεπετάγομαι, βγαίνω, βγαίνω, τα πηγαίνω, τα πάω, βγαίνω από κτ, έρχομαι, προέρχομαι, εξαπλώνομαι, τολμώ να βγω, βγαίνω, τα έχω με κπ, φλερτ, μέθοδος αποτίμησης FIFO, σηκώνομαι από το κρεβάτι, νικώ, κερδίζω, την κάνω, τη σκαπουλάρω, την κοπανάω, το σκάω, αναδύομαι, τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα, φεύγω κρυφά, τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα, αναζητώ, ψάχνω για, κυνηγώ, αφήνω κπ να βγει έξω, εκτοξεύομαι, το βάζω στα πόδια, το σκάω, βγαίνω, έρχομαι στην κουβέντα, βγαίνω, την κάνω, του δίνω, αποτυγχάνω, σηκώνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης salgo
προκύπτω, έρχομαι στην κουβέντα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El senador sabía que esa pregunta sobre su campaña iba a salir. Ο γερουσιαστής ήξερε ότι θα προέκυπταν ερωτήσεις για την εκστρατεία του. |
βγαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No salgas sin un abrigo, hace frío. |
βγαίνωverbo intransitivo (για διασκέδαση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nos sentamos en la playa a ver al sol salir sobre el agua. Καθίσαμε στην παραλία και παρακολουθήσαμε τον ήλιο να βγαίνει από το νερό. |
τα έχω με κπverbo intransitivo (cita) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Lola y Archie son amigos o están saliendo? Η Λόλα με τον Άρτσι είναι απλά φίλοι, ή τα έχουν; |
ανατέλλωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El sol sale a las 6:32 esta mañana. |
εμφανίζομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le salió una ampolla en el dedo después de que se quemara con la tetera. |
φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Está Juan? No, ya partió. Είναι ο Τζον εδώ; Όχι, έχει ήδη φύγει. |
που αναχωρεί, που φεύγει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los pasajeros del barco que salía decían adiós con la mano a sus amigos y familiares. |
αναμένεται να κυκλοφορήσειverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La nueva edición de la revista saldrá la semana que viene. |
το έξωverbo intransitivo (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Salir es más caro que quedarse en casa. |
φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si no salimos pronto, llegaremos tarde. Αν δεν την κάνουμε σύντομα, θα καθυστερήσουμε. |
βγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Quieres salir este viernes a la noche? Te paso a buscar a las ocho. Θέλεις να βγούμε το βράδυ της Παρασκευής; Θα περάσω να σε πάρω στις οκτώ. |
ξεφεύγω από κτverbo intransitivo (μεταφορικά) Teniendo tres empleos, Manny logró salir de la pobreza. Έχοντας τρεις δουλειές, ο Μάνι κατάφερε να ξεφύγει από την φτώχεια. |
ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se oyó un ruido entre los arbustos y salió un erizo. |
βγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Logramos salir del edificio justo antes de que estallara en llamas. Βγήκαμε τη στιγμή που το κτίριο θα έπαιρνε φωτιά. |
πετυχαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Creo que tu presentación en clase salió muy bien Νομίζω ότι η παρουσίασή σου στην τάξη πήγε πολύ καλά. |
ξεκινάωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tenemos que salir a las 8 en punto si queremos llegar a tiempo a la fiesta. Για να φτάσουμε στο πάρτι στην ώρα μας, πρέπει να ξεκινήσουμε στις οκτώ. |
ξεκινώ, φεύγωverbo intransitivo (de viaje) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tendremos que salir muy temprano para evitar el tráfico de la hora pico. Θα πρέπει να ξεκινήσουμε πολύ νωρίς για να αποφύγουμε την κίνηση την ώρα αιχμής. |
πηγάζω, ρέω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Abrí el grifo y el agua empezó a salir. |
βγαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alan y Julie están saliendo. |
ξεκινώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τη γλυτώνω με κτverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El coche estaba destrozado pero el conductor salió sólo con heridas de poca importancia. |
συνδέομαι με κπverbo intransitivo (μεταφορικά) |
βγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cuando sonó la alarma de incendios, todo el mundo salió por las escaleras de incendios. Όταν ακούστηκε ο συναγερμός πυρκαγιάς όλοι βγήκαν απ' τις εξόδους κινδύνου. |
ξεχύνομαι, αναβλύζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El agua caliente salió del agujero en la tierra. |
βγαίνω έξωverbo intransitivo ¿Le preguntaste a tu mamá si puedes salir a jugar? Ρώτησες τη μαμά σου αν μπορείς να βγεις έξω να παίξεις; |
πετάγομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El payaso saldrá de la caja. Ένας κλόουν θα πεταχτεί (or: τιναχτεί) μέσα από το κουτί. |
ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι, προβάλλω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Las nubes se fueron y salió el sol. Έφυγαν τα σύννεφα και βγήκε ο ήλιος. |
σχολάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cuando llueve el jefe nos deja salir del trabajo antes de la hora. Όταν βρέχει το αφεντικό μάς αφήνει να σχολάσουμε νωρίς απ' τη δουλειά. |
βγαίνωverbo transitivo (από τον δρόμο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El navegador de Evie le dijo que saliera en la próxima salida. |
βγαίνω, δημοσιεύομαι(για βιβλία, ταινίες) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Su nueva novela sale este otoño. Το νέο του μυθιστόρημα θα δημοσιευθεί το φθινόπωρο. |
κλείνω(informática) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sal de Word antes de cerrar el ordenador. Κλείστε το Word πριν απενεργοποιήσετε τον υπολογιστή σας. |
ξεκινώ, αναχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω στην άκρηverbo intransitivo (de una carretera) (στον παράδρομο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Deberíamos salir en el restaurante que está más adelante. |
τη σκαπουλάρω, τη γλιτώνω(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Δικάστηκε για διαφθορά, αλλά τη γλίτωσε (or: τη σκαπούλαρε). |
βγαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A Alice le salió un sarpullido después de usar la loción. |
ξεκινώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quiero salir ya de viaje, no puedo esperar. Ανυπομονώ να ξεκινήσω το ταξίδι με αυτοκίνητο. |
πηγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La boda salió muy bien, gracias. Ο γάμος πήγε πολύ καλά, ευχαριστώ. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) ¿Ya ha salido el sol? Έχει ανατείλει ο ήλιος; |
πετάγομαι(καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Andy vuelve en un momento, salió a hacer una llamada de teléfono rápida. Ο Άντυ θα επιστρέψει σε ένα λεπτό. Πετάχτηκε να κάνει ένα γρήγορο τηλεφώνημα. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La nueva temporada de Dos hombres y medio ya ha salido en DVD. Κυκλοφόρησε η καινούρια ταινία του Σπίλμπεργκ; |
ανθισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Los narcisos salieron temprano este año. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ha estado en la cárcel un año pero sale la semana que viene. Είναι στη φυλακή εδώ και ένα χρόνο, αλλά βγαίνει την επόμενη εβδομάδα. |
έξω, εκτόςverbo intransitivo (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Me temo que ha salido un momento. Φοβάμαι ότι βγήκε έξω (or: εκτός) για ένα λεπτό. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Le salió un sarpullido en el cuello. Βγήκε ένα εξάνθημα στο λαιμό του |
φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Cuándo sale el autobús? |
δημοσιεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El anuncio va a salir en el periódico de mañana. |
βγαίνω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los duraznos salieron muy pequeños esta temporada. Τα ροδάκινα βγήκαν μικρά φέτος. |
μπαίνωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La actriz sale a escena justo al principio del segundo acto. Η ηθοποιός μπαίνει από τα δεξιά της σκηνής στην αρχή της δεύτερης πράξης. |
βγαίνω για σεργιάνιverbo intransitivo (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los tres amigos decidieron salir el viernes noche y escuchar música. |
ωριμάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tenía montones de flores en mis plantas de chile este año, pero los frutos no salieron. |
ξεχύνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Las puertas del cine se abrieron y la gente salió a la calle. |
φεύγωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La reunión terminó y todos salieron para seguir con sus varias tareas. |
προκύπτωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¿Puede salir algo bueno de esto? |
βγάζω(δόντια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El bebé lloraba toda la noche cuando le salieron los dientes y su pobre padre tampoco podía dormir. Το μωρό έκλαιγε όλη νύχτα όταν έβγαζε δόντια και ούτε ο καημένος ο πατέρας του δεν μπορούσε να κοιμηθεί. |
πηγαίνω αεροπορικώςverbo intransitivo (en avión) Salimos justo antes de la navidad. Η πτήση μου θα πετάξει για την Ατλάντα αύριο στις τέσσερις το πρωί. |
βγάζωverbo intransitivo (sarpullido, urticaria) (σπυριά, εξάνθημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
του δίνωverbo intransitivo (αργκό) |
προχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los excursionistas fueron por el camino. |
φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αναχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Este tren siempre parte puntual. Το τρένο αυτό φεύγει πάντα στην ώρα του. |
συναναστρέφομαι(με άλλους) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sólo tenemos tiempo de socializar los fines de semana. Μόνο τα σαββατοκύριακα βρίσκουμε χρόνο να συναναστραφούμε με άλλους. |
ρέω, κυλώ, σταλάζω, στάζω(υγρό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Un líquido claro rezumaba de la herida. |
βγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
απομακρύνομαι, φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sonó la alarma de incendios y todos tuvieron que irse. Χτύπησε ο συναγερμός πυρκαγιάς κι όλοι έπρεπε να εκκενώσουν τον χώρο. |
κοστίζω, στοιχίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Este libro cuesta diez dólares. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτό το βιβλίο κάνει δέκα δολάρια. |
έξω
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Se ha ido fuera a dar un paseo. Βγήκε έξω για μια βόλτα. |
ξεκινάω, ξεκινώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Con sus alforjas llenas y el corazón contento, empezaron su aventura. |
πηγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Noé les dijo a los animales que fuesen y se multiplicasen. |
έξω, εκτός
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Me temo que el médico está fuera. Φοβάμαι ότι ο γιατρός λείπει αυτήν τη στιγμή. |
ξεφυτρώνω, ξεπετάγομαι(figurado) (καθομ, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Parece que, a día de hoy, las casas brotan de cualquier sitio. Απ' ό,τι φαίνεται, νέα σπίτια ξεπετάγονταν παντού εκείνο τον καιρό. |
βγαίνω(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) En Francia, las películas nuevas se estrenan los miércoles. |
βγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Afuera hace sol. Ο ήλιος βγήκε. |
τα πηγαίνω, τα πάω(reflexivo) (απόδοση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Me fue muy bien con la venta de mi casa! Τα πήγα πολύ καλά με την πώληση του σπιτιού μου! |
βγαίνω από κτ
El humo emanó de la chimenea. Καπνός βγήκε από την καμινάδα. |
έρχομαι, προέρχομαι(formal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El mal olor provenía del basurero municipal. |
εξαπλώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τολμώ να βγω(fuera) (κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Samantha se aventuró fuera a pesar de la lluvia. |
βγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los niños no pudieron escapar del edificio porque estaba en llamas. Τα παιδιά δεν μπορούσαν να βγουν απ' το κτίριο γιατί είχε πάρει φωτιά. |
τα έχω με κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ella está saliendo con mi primo. Τα έχει με τον ξάδερφό μου. |
φλερτ(προσπάθεια προσέγγισης) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Tener citas se ha vuelto más difícil a mis cincuenta y tantos. Οι σχέσεις έχουν γίνει πιο περίπλοκες τώρα που είμαι στα πενήντα μου. |
μέθοδος αποτίμησης FIFO(siglas en inglés, contabilidad) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σηκώνομαι από το κρεβάτι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El profesor estaba siempre despeinado como si estuviese recién levantado. // Los niños normalmente se levantan tarde los domingos. Τα μαλλιά του καθηγητή ήταν πάντα ανακατεμένα σαν να είχε μόλις σηκωθεί από το κρεβάτι. |
νικώ, κερδίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Esperemos que gane nuestro equipo. |
την κάνω, τη σκαπουλάρω, την κοπανάω, το σκάω(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Los niños se largaron cuando su madre empezó a gritar. |
αναδύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Luego de su terrible accidente no sabíamos si se recuperaría, pero gracias a Dios lo hizo. |
φεύγω κρυφά
|
τα καταφέρνω, τα βγάζω πέρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La recesión global ha sido difícil para todos, pero la superaremos. Η παγκόσμια ύφεση είναι δύσκολη για όλους, αλλά θα επιβιώσουμε. |
αναζητώ, ψάχνω για, κυνηγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Después de mudarse a una nueva ciudad, decidió buscar personas con ideas afines. Όταν μετακόμισε σε καινούρια πόλη αποφάσισε να αναζητήσει ομοϊδεάτες της. |
αφήνω κπ να βγει έξω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¡No te olvides de soltar al gato cuando cierres la puerta a la noche! Πριν κλειδώσεις για βράδυ, μην ξεχάσεις να αφήσεις τη γάτα να βγει έξω! |
εκτοξεύομαι(lava) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ocasionalmente, la lava mana del volcán. |
το βάζω στα πόδια, το σκάω(asustado) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βγαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abandonamos la carretera principal y nos dirigimos hacia el campo. Βγήκαμε από τον κεντρικό δρόμο και οδηγήσαμε προς την εξοχή. |
έρχομαι στην κουβέντα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Siempre se quedaba callado cuando se discutía el tema. Πάντα σιώπαινε όταν αναφερόταν το θέμα. |
βγαίνω(από κατάσταση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El país está terminando un año de inmenso crecimiento económico. |
την κάνω, του δίνω(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vámonos, tenemos que estar allí en veinte minutos. |
αποτυγχάνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No puedo hacer este trabajo. Voy a fracasar otra vez. Δεν μπορώ να κάνω αυτή τη δουλειά. Θα αποτύχω πάλι. |
σηκώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Es mediodía y Eugene todavía no se ha levantado. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του salgo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του salgo
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.