Τι σημαίνει το se στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης se στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του se στο πορτογαλικά.

Η λέξη se στο πορτογαλικά σημαίνει επισκοπική έδρα, αν, εάν, άμα, εφόσον, αν, εάν, ΝΑ, σελήνιο, τον εαυτό του, τον εαυτό τους, εαυτός, τον εαυτό του, εσάς, αν, εάν, άμα, εφόσον, αν, εάν, αφού, αν, εάν, αχ και, εάν είναι, όπου είναι, όταν είναι, αν, εάν, βλέπω, που πνίγεται, ξεκαρδιστικός, που επιδεινώνεται, που σέρνεται, που θυμίζει κτ, απεγνωσμένα, απελπισμένα, σουτ, σους, Κουνήσου!, κάνε ότι θες, κάνε ότι θέλεις, Καλημερούδια!, δεν μας χέζεις, γάμα το, άντε γαμήσου, άντε και γαμήσου, άι γαμήσου, άντε γαμήσου, άντε και γαμήσου, άι γαμήσου, Στο διάολο! Άι στο διάολο!, Ηρέμησε!, το να κρύβομαι, δένομαι, πολύ καλά, πομπώδη λόγια, γκρίνια, μουρμούρα, μαύρισμα, υποχρεώνω τον εαυτό μου να κάνει κτ, βάζω τον εαυτό μου να κάνει κτ, κατηγορώ τον εαυτό μου για κτ, τα βγάζω πέρα μόνος μου, αποστασιοποιούμαι, αυταπατώμαι, τη βγάζω καθαρή, αρχίζω, ξεκινάω, γνωρίζομαι καλύτερα, συνηθίζω, παίρνω ελπίδα, τα ξαναβρίσκω, χάνομαι, μετακομίζω, αρκούμαι σε κπ/κτ, βιάζομαι, επανορθώνω για κτ, προσπαθώ, αποφασίζω, βολεύομαι, συνέρχομαι, ουρλιάζω, εκμεταλλεύομαι, σιγουρεύομαι, βεβαιώνομαι, μορφώνομαι, φορτώνομαι, ρισκάρω, κρύβομαι σε κτ, μαθαίνω,γνωρίζω, ανησυχώ, ερωτεύομαι, δεν κρατώ την υπόσχεση μου, αποφεύγω να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις μου, ντύνομαι, χρεώνομαι, ετοιμάζω, προετοιμάζω, τα δίνω όλα, συμμετέχω σε, συνεισφέρω σε, εμπλέκομαι σε, βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαι, απομακρύνομαι από κπ/κτ, ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι, παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, αποκαλύπτομαι, θυσιάζομαι, παραμένω εν ζωή/ζωντανός, απλώνω, τεντώνω, ξαπλώνω, το χωνεύω, παρηγορούμαι, βρίσκω παρηγοριά, βρίσκω καταφύγιο, παίρνω κουράγιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης se

επισκοπική έδρα

substantivo feminino (sede episcopal, pontifical)

A sé ficou vaga até que um novo bispo foi designado.

αν, εάν, άμα, εφόσον

conjunção (σε περίπτωση που)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Se a afirmação for verdadeira, então teremos de aceitar a conclusão.
Αν αυτή η δήλωση είναι ακριβής, τότε πρέπει να αποδεχτούμε το συμπέρασμα.

αν, εάν

conjunção

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Não temos certeza se vai chover.
Δεν είμαστε σίγουροι ότι θα βρέξει.

ΝΑ

(sudeste) (σντμ: νοτιοανατολικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tim marcou o sudeste no mapa.

σελήνιο

substantivo masculino (símbolo do selênio) (χημεία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τον εαυτό του

(reflexivo)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Ele lavou-se na banheira.

τον εαυτό τους

pronome

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eles se alimentaram no restaurante.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αυτοτραυματίστηκαν στην προσπάθειά τους να διαφύγουν τη σύλληψη.

εαυτός

pronome (pron pess)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Ela caiu e se machucou.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Στα τελευταία στάδια της αρρώστιας της κατέληξε να μιλάει στον εαυτό της.

τον εαυτό του

pronome (αυτοπαθές)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
A imprensa não pode se censurar.
Ο τύπος δεν μπορεί να αυτολογοκριθεί.

εσάς

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Preparem-se para um choque.

αν, εάν, άμα, εφόσον

conjunção (με την προϋπόθεση ότι)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Eu só vou comprar o carro se eles consertarem os freios primeiro.
Θα αγοράσω το αυτοκίνητο μόνο αν φτιάξουν πρώτα τα φρένα.

αν, εάν, αφού

conjunção (supondo-se que) (αν υποθέσουμε ότι)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Se tu és um motorista tão bom assim, como explicas o acidente do ano passado?
Αν είσαι τόσο καλός οδηγός, πώς εξηγείς το ατύχημα που είχες πέρσι;

αν, εάν

conjunção

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Tu sabes se ele virá à festa?
Ξέρεις αν θα έρθει στο πάρτι;

αχ και

conjunção

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se ao menos eu soubesse!
Μακάρι να το ήξερα!

εάν είναι, όπου είναι, όταν είναι

conjunção

Se possível, serão feitos reparos.

αν, εάν

conjunção

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Se tiver mais perguntas, por favor, não hesite em me contatar.
Αν έχετε άλλες ερωτήσεις, μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μου.

βλέπω

(manter contato constante)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você tem andado bastante com aqueles garotos, não?
Βλέπεις συχνά τα παιδιά τελευταία, έτσι δεν είναι;

που πνίγεται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ninguém tentou salvar o homem que se afogava, por pensaram que ele estava apenas acenando.
Κανείς δεν πήγε να σώσει τον άντρα που πνίγονταν γιατί νόμιζαν ότι απλώς χαιρετούσε.

ξεκαρδιστικός

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που επιδεινώνεται

verbo pronominal/reflexivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που σέρνεται

verbo pronominal/reflexivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που θυμίζει κτ

(que faz lembrar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απεγνωσμένα, απελπισμένα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σουτ, σους

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Κουνήσου!

interjeição (αργκό, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνε ότι θες, κάνε ότι θέλεις

interjeição

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Καλημερούδια!

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν μας χέζεις

interjeição (αργκό, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se você não gosta, sinto muito. Que se dane!
Και τι έγινε που δεν σου αρέσει; Χέσε μας!

γάμα το

interjeição (vulgar, ofensivo) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

άντε γαμήσου, άντε και γαμήσου, άι γαμήσου

(vulgar, ofensivo) (χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άντε γαμήσου, άντε και γαμήσου, άι γαμήσου

interjeição (vulgar, ofensivo) (μτφ, χυδαίο: οργή)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Não queremos gente do seu tipo aqui, vai para a puta que o pariu!

Στο διάολο! Άι στο διάολο!

(ofensivo) (αργκό, προσβλητικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Ηρέμησε!

verbo pronominal/reflexivo (não entre em pânico)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Acalme-se! O problema já foi resolvido.
Ηρέμησε! Το ζήτημα έχει λυθεί.

το να κρύβομαι

verbo pronominal/reflexivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esconder-se é difícil quando se tem um metro e oitenta.
Είναι δύσκολο να κρυφτείς όταν έχεις ύψος 1,80.

δένομαι

verbo pronominal/reflexivo (emocionalmente) (μεταφορικά: διαδικασία)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Julie sente que ela precisa de mais tempo para se ligar ao seu novo animal de estimação.
Η Τζούλη πιστεύει πως χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να δεθεί με το νέο της σκυλάκι.

πολύ καλά

verbo pronominal/reflexivo (διασκέδαση)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Muito obrigada pelo convite, me diverti muito!

πομπώδη λόγια

(falar entusiasticamente sobre algo)

γκρίνια, μουρμούρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A criança irritante não parava de reclamar.
Το εκνευριστικό παιδάκι δεν σταματούσε με τίποτα την κλάψα.

μαύρισμα

verbo pronominal/reflexivo

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Para algumas pessoas, bronzear-se é o ponto central das férias.

υποχρεώνω τον εαυτό μου να κάνει κτ, βάζω τον εαυτό μου να κάνει κτ

verbo pronominal/reflexivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eu não consigo me forçar a ver um filme violento.

κατηγορώ τον εαυτό μου για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα βγάζω πέρα μόνος μου

(prover para si)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποστασιοποιούμαι

(από κπ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αυταπατώμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τη βγάζω καθαρή

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
João sempre se safa de tudo.

αρχίζω, ξεκινάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eles se levantaram às 10 mas não se mexeram até o meio-dia.

γνωρίζομαι καλύτερα

verbo pronominal/reflexivo

Os dois rapazes se conheceram quando estavam na faculdade.

συνηθίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Logo você se acostuma a trabalhar no turno da noite.
Σε λίγο καιρό θα συνηθίσεις να δουλεύεις νυχτερινή βάρδια.

παίρνω ελπίδα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Não se empolgue porque nossas chances de ganhar são poucas.

τα ξαναβρίσκω

verbo pronominal/reflexivo (informal, figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μετακομίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αρκούμαι σε κπ/κτ

βιάζομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επανορθώνω για κτ

Ο Τζορτζ ήθελε να επανορθώσει που φέρθηκε τόσο απότομα στην Άντρεα προηγουμένως.

προσπαθώ

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποφασίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você vem comigo ou não? Decida-se!
Θα έρθεις μαζί μου ή όχι; Αποφάσισε!

βολεύομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνέρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ουρλιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Εκμεταλλεύτηκα την κατάσταση.

σιγουρεύομαι, βεβαιώνομαι

verbo pronominal/reflexivo (ότι/πως)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μορφώνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φορτώνομαι

verbo pronominal/reflexivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não te sobrecarregues com os aspetos práticos de mudar de casa: deixe isso com a empresa de mudanças.
Μην φορτωθείς εσύ με το πρακτικό κομμάτι της μετακόμισης. Άφησέ το στη μεταφορική εταιρεία.

ρισκάρω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Δεν μπορούσα να βρω κάποιον άλλο εμφανή τρόπο διεξόδου κι έτσι ρίσκαρα και πήδηξα. Μην το ρισκάρεις. Πάρε λογικές προφυλάξεις.

κρύβομαι σε κτ

verbo pronominal/reflexivo (figurativo, esconder, encobrir)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαθαίνω,γνωρίζω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Δεν είσαι η γυναίκα που έμαθα (or: γνώρισα). Έχεις αλλάξει.

ανησυχώ

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Θα σου το αγοράσω, οπότε μην ανησυχείς για το κόστος.

ερωτεύομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O casal se apaixonou quando estavam na faculdade.
Το ζευγάρι ερωτεύτηκε όταν ήταν στο πανεπιστήμιο.

δεν κρατώ την υπόσχεση μου

verbo pronominal/reflexivo (evitar compromisso assumido)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποφεύγω να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις μου

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ντύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu estava atrasado esta manhã e tive que me vestir com pressa.
Άργησα και έπρεπε να ντυθώ βιαστικά σήμερα το πρωί.

χρεώνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se você continuar comprando coisas que não consegue pagar, logo vai endividar-se. Se você gastar mais do que ganha, vai endividar-se.
Αν συνεχίσεις να αγοράζεις πράγματα που δε μπορείς να πληρώσεις, σύντομα θα χρεωθείς. Αν ξοδεύεις περισσότερα απ' όσα κερδίζεις, αναπόφευκτα θα χρεωθείς.

ετοιμάζω, προετοιμάζω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα δίνω όλα

(agir com extravagância) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συμμετέχω σε, συνεισφέρω σε, εμπλέκομαι σε

verbo pronominal/reflexivo (participar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele se assegurou que eles estavam todos escutando antes de começar a falar. Eu sempre me asseguro que a tranquei a porta quando saio.
Πριν ξεκινήσει να μιλάει, βεβαιώθηκε πως όλοι άκουγαν.

απομακρύνομαι από κπ/κτ

verbo pronominal/reflexivo

Alice afastou-se da lata de lixo quando percebeu o fedor.

ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι

verbo pronominal/reflexivo (ficar pronto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Έχω μαζέψει τα πράγματά μου για την μετακόμιση αλλά έχω ακόμα να προετοιμαστώ πνευματικά για την αλλαγή.

παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι

verbo pronominal/reflexivo (dar aparência ou impressão)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποκαλύπτομαι

(tornar-se conhecido ou visto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η αλήθεια δεν είναι εμφανής ακόμη αλλά με τον καιρό θα αποκαλυφθούν όλα.

θυσιάζομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παραμένω εν ζωή/ζωντανός

(continuar vivendo, não morrer)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απλώνω, τεντώνω, ξαπλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

το χωνεύω

(aceitar, resignar-se) (μεταφορικά, αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παρηγορούμαι, βρίσκω παρηγοριά

(sentir-se consolado ou seguro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βρίσκω καταφύγιο

(procurar abrigo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω κουράγιο

verbo pronominal/reflexivo (sentir-se encorajado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του se στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.