Τι σημαίνει το seca στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης seca στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του seca στο πορτογαλικά.
Η λέξη seca στο πορτογαλικά σημαίνει ξηρασία, ανομβρία, ξηρασία, flat, ξηρασία, λιαστός, αδυνατίζω υπερβολικά, καπνιστό βοδινό, βελονογραφία, με φλέματα, ξερό δαμάσκηνο, ξηρό δαμάσκηνο, αποξηραμένο δαμάσκηνο, αποξηραμένο κρέας, εποχή ξηρασίας, ξηροδερμία, ξερολιθιά, ξερά ξύλα, ξηρασία, προσάναμμα, ξεραίνομαι, συνοδός, κλήση λόγω οδήγησης υπό την επήρεια, πρόστιμο γιατί οδηγούσα μεθυσμένος, βελονογραφία, η κότα με τα χρυσά αβγά, ξερολιθιάς, Ποτοαπαγόρευση, άσφαιρο, στερημένος, καπνιστό κρέας, στεγνό στόμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης seca
ξηρασία, ανομβρίαsubstantivo feminino (ausência de chuva) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A seca muitas vezes leva à fome. Η ξηρασία (or: ανομβρία) συχνά οδηγεί σε λιμό. |
ξηρασία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
flatadjetivo (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Uma batida de muito giro quica muito mais que uma batida seca. |
ξηρασία(figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Não tive muito trabalho este mês. Parece que estou passando por um período de seca. |
λιαστός(tomate, passas: secos ao sol) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αδυνατίζω υπερβολικά(pessoa: magra, fraca) (μικρό βάρος) |
καπνιστό βοδινό(tipo de carne) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βελονογραφίαsubstantivo feminino (técnica de gravura) (τεχνική) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
με φλέματαlocução adjetiva (βήχας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξερό δαμάσκηνο, ξηρό δαμάσκηνο, αποξηραμένο δαμάσκηνοsubstantivo feminino (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Dizem que ameixas secas têm efeito laxante. Τα ξερά δαμάσκηνα λέγεται πως έχουν καθαρτικές ιδιότητες. |
αποξηραμένο κρέας(comida) (φαγητό) |
εποχή ξηρασίας(sem chuvas) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Την εποχή των μουσώνων δεν έχει περισσότερη δροσιά από ότι την εποχή της ξηρασίας! |
ξηροδερμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ξερολιθιά(construído sem cimento) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ξερά ξύλα(για σόμπες, τζάκι) |
ξηρασίαsubstantivo masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσάναμμαsubstantivo feminino (ξύλο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ξεραίνομαιexpressão verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Carne muito cozida fica ressecada. Το υπερβολικό ψήσιμο κάνει το κρέας να ξεραθεί. |
συνοδόςsubstantivo feminino (INGL: cuidador de crianças) (π.χ. σε εκδρομή) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
κλήση λόγω οδήγησης υπό την επήρειαsubstantivo feminino (BRA: pena, direção sob efeito de álcool) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρόστιμο γιατί οδηγούσα μεθυσμένος(condenação por dirigir intoxicado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βελονογραφίαexpressão (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
η κότα με τα χρυσά αβγά(figurado) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ξερολιθιάςlocução adjetiva (σε γενική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ποτοαπαγόρευση(proibição de álcool nos EUA nos anos 1920s) (απαγόρευση αλκοόλ το 1920 στις ΗΠΑ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η οικογένεια κατασκεύαζε τζιν στην μπανιέρα κατά τη διάρκεια της Ποτοαπαγόρευσης. |
άσφαιρο
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Não se preocupe, a arma está carregada só com balas de festim. Μην ανησυχείς, το όπλο είναι γεμάτο μόνο με άσφαιρα. |
στερημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
καπνιστό κρέαςsubstantivo feminino Os mochileiros levaram carne seca para ir comendo no caminho. |
στεγνό στόμα(sensação) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του seca στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του seca
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.