Τι σημαίνει το serviced στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης serviced στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του serviced στο Αγγλικά.

Η λέξη serviced στο Αγγλικά σημαίνει που έχει περάσει σέρβις, εξυπηρέτηση, δρομολόγιο, συντήρηση, σέρβις, βοήθεια, εξυπηρέτηση, υπηρεσία, υπηρεσία, θητεία, υπηρεσία, σέρβις, κουβέρ, σερβίτσιο, υπηρεσία, υπηρεσία, ένοπλες δυνάμεις, επίδοση, θεία λειτουργία, σερβίς, οι ένοπλες δυνάμεις, υπηρεσίες, υπηρεσίες, κάνω σέρβις, προμηθεύω, ζευγαρώνω με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης serviced

που έχει περάσει σέρβις

adjective (machine: repaired, maintained)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξυπηρέτηση

noun (help, assistance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The service at the store is excellent. They really know what they are doing.
Η εξυπηρέτηση στο κατάστημα είναι έξοχη. Ξέρουν καλά τι κάνουν.

δρομολόγιο

noun (provision for public need) (μέσα συγκοινωνίας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The bus service in the city is excellent.
Τα δρομολόγια των λεωφορείων στην πόλη είναι άψογα.

συντήρηση

noun (maintenance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This dealer offers full parts and service.
Αυτός ο έμπορος προσφέρει εξαρτήματα και συντήρηση.

σέρβις

noun (mechanical check-up)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
We bring the car for service every ten thousand miles.
Φέρνουμε το αυτοκίνητο για σέρβις κάθε δέκα χιλιάδες μίλια.

βοήθεια, εξυπηρέτηση

noun (act of serving, helping)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her service as a greeter that day really helped us out.

υπηρεσία

noun (being a servant)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her service at the house has lasted four years.

υπηρεσία, θητεία

noun (employment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He retired after twenty years of service to the company.
Πήρε σύνταξη μετά από είκοσι πέντε χρόνια υπηρεσίας στην εταιρεία.

υπηρεσία

noun (useful function)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The new daycare facility will provide a much-needed service to working parents.

σέρβις

noun (distribution of food) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The service at this restaurant was quick and efficient.

κουβέρ

noun (service charge)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The Americans were not happy about finding service included in the bill at the restaurant.

σερβίτσιο

noun (countable (set of dishes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We bought a service for six. The plates are beautiful.

υπηρεσία

noun (utility provision)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The phone company cut off his service because he hadn't paid his bill.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κύριε, αν δεν τακτοποιήσετε τον λογαριασμό σας θα προβούμε σε διακοπή της υπηρεσίας.

υπηρεσία

noun (government department)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This organization is part of the government medical information service.

ένοπλες δυνάμεις

noun (armed forces)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
He joined the service five years ago and enjoys being in the army.

επίδοση

noun (delivery of a legal document)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The service of the protection order was done by a deputy sheriff.

θεία λειτουργία

noun (countable (worship)

The service lasted for 50 minutes on Sunday morning.

σερβίς

noun (tennis: act of serving the ball)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The pro's service was hard to return.

οι ένοπλες δυνάμεις

plural noun (armed forces, collectively)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
That couple's son and daughter are both in the services.

υπηρεσίες

plural noun (work done for pay)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The company sent him an invoice for services rendered.

υπηρεσίες

plural noun (economics: intangible commodities)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κάνω σέρβις

transitive verb (maintain: vehicle, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
One should service a car periodically, including oil changes.

προμηθεύω

transitive verb (supply) (κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The company serviced them with office supplies.

ζευγαρώνω με κτ

transitive verb (animals: copulate with)

The bull services all the cows on the farm.
Ο ταύρος βατεύει όλες τις αγελάδες του αγροκτήματος.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του serviced στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.