Τι σημαίνει το serve στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης serve στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του serve στο Αγγλικά.

Η λέξη serve στο Αγγλικά σημαίνει εξυπηρετώ, σερβίρω, σερβιρίζω, σερβίρω, σερβιρίζω, εξυπηρετώ, υπηρετώ, εκτίω, εξυπηρετώ, σερβίρω, είμαι σερβιτόρος, είμαι σερβιτόρα, σερβίς, υπηρετώ, υπηρετώ, υπηρετώ, συμμετέχω στη λειτουργία, εκτελώ καθήκοντα, χρησιμεύω ως κτ, επιδίδω, εξυπηρετώ, ζευγαρώνω, επιδίδω, εργάζομαι, σερβίρω, παραθέτω, σερβίρω, έτοιμος για κατανάλωση, με αυτοεξυπηρέτηση, χρησιμεύω ως παράδειγμα, αποτελώ παράδειγμα, δεν ωφελώ σε τίποτα, εξυπηρετώ το σκοπό, είμαι στη φυλακή, κάνω το καθήκον μου, εκπληρώνω το καθήκον μου, παγωτό μηχανής, αναλαμβάνω θητεία ως δικαστής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης serve

εξυπηρετώ

transitive verb (help, work for)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The manager says that his first priority is to serve his customers.
Ο προϊστάμενος λέει ότι η πρώτη του προτεραιότητα είναι να εξυπηρετεί τους πελάτες.

σερβίρω, σερβιρίζω

transitive verb (food: give, bring) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The waiters served roast beef and mashed potatoes to the diners.
Οι σερβιτόροι σέρβιραν ροσμπίφ και πουρέ στους πελάτες.

σερβίρω, σερβιρίζω

transitive verb (give, bring food to) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She served the children their food.
Σέρβιρε (or: σερβίρισε) στα παιδιά το φαγητό τους.

εξυπηρετώ

transitive verb (attend to: a customer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The salesperson is serving another customer right now.
Ο πωλητής εξυπηρετεί κάποιον άλλον πελάτη αυτή τη στιγμή.

υπηρετώ

transitive verb (be a servant to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alfred served Bruce Wayne loyally.
Ο Άλφρεντ υπηρέτησε πιστά τον Μπρους Γουέιν.

εκτίω

transitive verb (spend time: in prison)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He is serving a 10-year sentence for the crime.
Εκτίει 10ετή ποινή για το έγκλημα.

εξυπηρετώ

transitive verb (fulfil the needs of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Yes, this particular screwdriver will serve me fine.
Ναι, αυτό το κατσαβίδι μου κάνει μια χαρά.

σερβίρω

intransitive verb (tennis, etc.: play first)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Who serves next? I think I do.
Ποιος σερβίρει; Νομίζω εγώ.

είμαι σερβιτόρος, είμαι σερβιτόρα

intransitive verb (work as a waiter)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
He has been serving at that restaurant for two years.
Είναι σερβιτόρος σε εκείνο το εστιατόρια εδώ και δύο χρόνια.

σερβίς

noun (tennis, etc.: first stroke) (τένις κλπ.)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
His serve was so fast that the opponent couldn't return it.
Το σερβίς του ήταν τόσο γρήγορο, που ο αντίπαλος δεν μπόρεσε να το αποκρούσει.

υπηρετώ

intransitive verb (work, fulfil duties)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He served loyally for many years.

υπηρετώ

intransitive verb (do military service)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The sergeant has served for ten years.

υπηρετώ

intransitive verb (spend time: in a duty)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I served as a medic for ten years.

συμμετέχω στη λειτουργία

intransitive verb (attend a mass)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The altar boy has to serve on Sunday.

εκτελώ καθήκοντα

(person: act as) (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He served as the secretary for this meeting and took notes.
Εκτελούσε καθήκοντα γραμματέα στη σύσκεψη και κρατούσε σημειώσεις.

χρησιμεύω ως κτ

(function as)

The office also serves as a guest bedroom.
Το γραφείο χρησιμεύει επίσης και ως ξενώνας.

επιδίδω

transitive verb (law: hand over) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The policeman served a summons to the witness.

εξυπηρετώ

transitive verb (supply)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Our company serves the Tri-State Area.

ζευγαρώνω

transitive verb (animals: copulate with)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The bull serves all the cows on the farm.
Ο ταύρος βατεύει όλες τις αγελάδες του αγροκτήματος.

επιδίδω

transitive verb (law: hand over) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His lawyer has just served me a summons.

εργάζομαι

transitive verb (work for) (για κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She served the company well for twenty-five years.

σερβίρω, παραθέτω

phrasal verb, transitive, separable (dish up, distribute: food)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The lunch ladies in the cafeteria serve out the day's meal of meatballs.

σερβίρω

phrasal verb, transitive, separable (dish up, distribute: food)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen served up a delicious meal of chicken and roast potatoes.

έτοιμος για κατανάλωση

adjective (food: can be eaten immediately)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The company manufactures ready-to-serve food products.

με αυτοεξυπηρέτηση

adjective (self-service: unstaffed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρησιμεύω ως παράδειγμα, αποτελώ παράδειγμα

verbal expression (demonstrate what is expected)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The team's defeat serves as an example of what can happen if the players become complacent.

δεν ωφελώ σε τίποτα

verbal expression (be useless or pointless)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lying would serve no purpose because the truth will come out later.

εξυπηρετώ το σκοπό

verbal expression (be suitable for a task)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you don't have a shovel to dig with, a sharp stick just might serve the purpose.

είμαι στη φυλακή

(be in prison)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jones had served time for a theft conviction.

κάνω το καθήκον μου, εκπληρώνω το καθήκον μου

(figurative (do unpleasant job) (μεταφορικά, ειρωνικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After working there for 34 years I decided I'd served my time.

παγωτό μηχανής

noun (frozen dessert with soft consistency)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
For dessert we had soft serve ice cream in a cone.
Για επιδόρπιο, φάγαμε παγωτό μηχανής σε χωνάκι.

αναλαμβάνω θητεία ως δικαστής

verbal expression (judge, magistrate: serve in court)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του serve στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του serve

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.