Τι σημαίνει το sighted στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sighted στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sighted στο Αγγλικά.

Η λέξη sighted στο Αγγλικά σημαίνει που έχει όραση, που βλέπει, που μπορεί να δει, που θεάθηκε, που παρατηρήθηκε, -, όραση, θέα, αξιοθέατος, θέαμα, στόχαστρο, αξιοθέατα, βλέπω, στοχεύω, σημαδεύω, οξυδερκής, που βλέπει μακριά, που μπορεί να προβλέπει, οξυδερκής, μακρύθωρος, διορατικός, οξυδερκής, με μερική απώλεια όρασης, που έχει οξεία όραση, οξυδερκής, που έχει μυωπία, κοντόφθαλμος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sighted

που έχει όραση, που βλέπει, που μπορεί να δει

adjective (not blind, able to see)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sighted people experience the world differently from blind people.

που θεάθηκε, που παρατηρήθηκε

adjective (observed, spotted)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The colorful bird was sighted here.

-

adjective (as suffix (having a certain kind of sight) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
I need glasses to read because I am long-sighted.

όραση

noun (eyesight)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My sight isn't very good without glasses on.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κινδύνεψε να χάσει το φως του.

θέα

noun (view)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The sight is amazing from on top of the Ferris wheel.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το θέαμα που αντίκρισαν οι αστυνομικοί ήταν αποκρουστικό.

αξιοθέατος

noun (spectacle, [sth] to see)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The protest was certainly a sight to see.
Η διαμαρτυρία ήταν αναμφίβολα ενδιαφέρον θέαμα.

θέαμα

noun ([sth] ugly) (με επίθετο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Then he came out with his shirt unbuttoned. What a sight that was!
Στη συνέχεια βγήκε με το πουκάμισο ξεκούμπωτο. Τι απαίσιο θέαμα!

στόχαστρο

noun (gun: sighting device)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He looked through the sight for a few seconds while aiming the gun.
Κοίταξε μέσα από το στόχαστρο για μερικά δευτερόλεπτα, ενώ σημάδευε με το όπλο.

αξιοθέατα

plural noun (tourist attractions, landmarks)

Kara and her boyfriend stayed in Montreal for several days and saw the sights.
Η Κάρα και το αγόρι της έμειναν στο Μόντρεαλ για μερικές μέρες και είδαν τα αξιοθέατα.

βλέπω

transitive verb (observe, spot)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After waiting an hour the tourists were delighted to sight dolphins.
Αφού περίμεναν μία ώρα, οι τουρίστες ενθουσιάστηκαν που είδαν δελφίνια.

στοχεύω, σημαδεύω

transitive verb (weapon: aim) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He sighted the arrow towards the target.
Έστρεψε το βέλος προς το στόχο.

οξυδερκής

adjective (figurative (seeing the truth)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He wasn't able to fool his clear-sighted mother.

που βλέπει μακριά

adjective (difficulty seeing near objects)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που μπορεί να προβλέπει

adjective (figurative (having foresight)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οξυδερκής

adjective (observant)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μακρύθωρος

adjective (able to see clearly over distance)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διορατικός, οξυδερκής

adjective (figurative (prudent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με μερική απώλεια όρασης

adjective (having impaired vision)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει οξεία όραση

adjective (literal (having keen eyesight, observant)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οξυδερκής

adjective (figurative (perceptive, insightful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει μυωπία

adjective (myopic)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The test showed that Toby was shortsighted and needed glasses.

κοντόφθαλμος

adjective (figurative (failing to plan ahead) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Congress' bill to reduce taxes on greenhouse gas companies was shortsighted.
Το νομοσχέδιο του Κογκρέσου για τη μείωση των φόρων σε εταιρείες που εκπέμπουν αέρια που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου ήταν κοντόφθαλμο.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sighted στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του sighted

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.