Τι σημαίνει το siding στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης siding στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του siding στο Αγγλικά.

Η λέξη siding στο Αγγλικά σημαίνει βοηθητική γραμμή, επένδυση, πλευρά, πλευρά, πλευρά, πλάι, πλευρά, άκρη, πλευρά, ομάδα, μέρος, πλαϊνός, συμπληρωματικός, δευτερεύων, πλαϊνός, παρά-, πλευρά, πλευρά, άκρη, πλευρά, όψη, πλευρά, πλαϊνό μέρος, πλευρά, συνοδευτικό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης siding

βοηθητική γραμμή

noun (railway tracks) (σιδηροδρομική)

The driver pulled his train onto the siding to allow the other train to pass.

επένδυση

noun (US (cladding on house)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πλευρά

noun (surface)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You need to paint all sides of the box.
Πρέπει να βάψεις το κουτί από όλες τις μεριές.

πλευρά

noun (location)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This side of the river is greener than the other.
Αυτή η μεριά του ποταμού είναι πιο πράσινη.

πλευρά

noun (surface of flat object)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Turn the paper over to the other side.
Γύρνα το χαρτί από την άλλη μεριά.

πλάι

noun (lateral part)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is a hole in the side of the box.
Το κουτί έχει μια τρύπα στο πλάι.

πλευρά

noun (geometry: polygon)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A square has four sides.
Το τετράγωνο έχει τέσσερις πλευρές.

άκρη

noun (edge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She wrote notes along the side of the page.
Έγραψε σημειώσεις στην άκρη της σελίδας.

πλευρά

noun (body: flank)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
My side hurts. I wonder why.
Πονάνε τα πλευρά μου. Γιατί άραγε;

ομάδα

noun (sports: team)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We're going out to root for our side.
Βγαίνουμε έξω για να υποστηρίξουμε την ομάδα μας.

μέρος

noun (figurative (contesting group)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Whose side are you on?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δε θέλω να διαλέξω στρατόπεδο.

πλαϊνός

adjective (lateral)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Please go out the side door.
Σε παρακαλώ βγες από την πλαϊνή πόρτα.

συμπληρωματικός

adjective (supplementary)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Marvin started a side job.

δευτερεύων

adjective (secondary)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
The salary is a side benefit to this job.

πλαϊνός

adjective (directed toward a side)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The player made a side kick.

παρά-

adjective (road/street: not main)

The main road was closed because of an accident, so we had to find our way through a maze of side streets.
Ο κεντρικός δρόμος ήταν κλειστός λόγω ατυχήματος και έτσι έπρεπε να βρούμε το δρόμο μας μέσα σε έναν λαβύρινθο παράδρομων.

πλευρά

noun (family lineage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Our side of the family has distinctive facial features.

πλευρά, άκρη

noun (edge of a boat) (καραβιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The sailors threw the trash over the side.

πλευρά, όψη

noun (figurative (aspect) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She saw a side of him that she hadn't seen before.

πλευρά

noun (region of a city)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The south side of the city is known for its shops.

πλαϊνό μέρος

noun (adjacent space)

The side of the house is a fun place to play.

πλευρά

noun (cut of meat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Please give me a side of beef.

συνοδευτικό

noun (informal (food: accompaniment) (φαγητού)

Would you like any sides with your meal--fries, for example?

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του siding στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του siding

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.