Τι σημαίνει το slapping στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης slapping στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του slapping στο Αγγλικά.

Η λέξη slapping στο Αγγλικά σημαίνει χαστουκίζω, χαστούκι, ακριβώς, μακιγιάζ, δέρνω, μαστιγώνω, δέρνω, μαστιγώνω, χτυπάω, βαράω, κοπανάω, πασαλείβω κτ σε κτ, πασαλείφω κτ σε κτ, βάζω βιαστικά/υπερβολικά, πασαλείβω, χαστούκι, χαστουκίζω, ακριβώς, ξαφνικά, απότομα, κατευθείαν, απευθείας, χαστούκι, προσβολή, απόρριψη, μικρή τιμωρία, ελαφριά τιμωρία, πλούσιος, ζαβλακωμένος, αποβλακωμένος, ανέμελος, ξέγνοιαστος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης slapping

χαστουκίζω

transitive verb (hit with open hand)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Wendy slapped Carl when she found out he'd been cheating on her.
Η Γουέντυ χαστούκισε τον Καρλ όταν έμαθε πως την απατούσε.

χαστούκι

noun (open-handed smack)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The dog felt Robert's slap as it was stealing food from the table.
Ο σκύλος ένιωσε το χαστούκι του Ρόμπερτ ενώ έκλεβε φαγητό από το τραπέζι.

ακριβώς

adverb (informal (exactly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Grandpa sat down slap in the middle of the room and started talking.

μακιγιάζ

noun (UK, slang (make-up)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Marilyn asked John to wait while she got her slap on.

δέρνω, μαστιγώνω

(hit with slapping noise) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The waves were slapping against the rocks.

δέρνω, μαστιγώνω

transitive verb (hit with slapping noise) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The waves slapped the shore.

χτυπάω, βαράω, κοπανάω

(bring down sharply) (σε κτ ή πάνω σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The teacher slapped the book against the desk to get the class's attention.

πασαλείβω κτ σε κτ, πασαλείφω κτ σε κτ

(apply haphazardly)

Larry slapped the paint on the wall.

βάζω βιαστικά/υπερβολικά, πασαλείβω

phrasal verb, transitive, separable (slang (apply hastily) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I didn't have much time, so I just slapped on my nametag and left.
Δεν είχα πολύ χρόνο γι' αυτό έβαλα βιαστικά το ταμπελάκι με το όνομά μου και έφυγα.

χαστούκι

noun (slang, vulgar (smack across cheek)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χαστουκίζω

transitive verb (slang, vulgar (smack across cheek)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ακριβώς

adverb (UK, informal (exactly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
In a flash, she was slap bang in the middle of Kansas.

ξαφνικά, απότομα

adverb (UK, informal (suddenly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The news came slap-bang without any warning.

κατευθείαν, απευθείας

adverb (UK, informal (directly, head-on)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

χαστούκι

noun (literal (smack on the cheek) (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προσβολή, απόρριψη

noun (figurative (insult, rejection) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His refusal to accept my apology was a slap in the face.

μικρή τιμωρία, ελαφριά τιμωρία

noun (figurative (mild reprimand)

Two years in prison was no more than a slap on the wrist for that revolting murderer. Philip needn't have worried about the sentence, as he was only given a slap on the wrist.

πλούσιος

adjective (UK, informal (meal: hearty) (μεταφορικά: γεύμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ζαβλακωμένος, αποβλακωμένος

adjective (informal (dazed, punch-drunk) (καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ανέμελος, ξέγνοιαστος

adjective (figurative, informal (carefree)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του slapping στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.