Τι σημαίνει το sloppy στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sloppy στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sloppy στο Αγγλικά.
Η λέξη sloppy στο Αγγλικά σημαίνει τσαπατσούλικος, τσαπατσούλης, κακός, τσαπατσούλης, λασπωμένος, χαχόλικος, φαρδύς, λασπώδης, λασπωμένος, μισολιωμένος, γλυκανάλατος, νερόβραστος, σάντουιτς με κιμά, φαρδύ πουλόβερ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sloppy
τσαπατσούλικοςadjective (work: badly done) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This work is sloppy; it's full of errors. Αυτή η δουλειά είναι τσαπατσούλικη. Είναι γεμάτη λάθη. |
τσαπατσούληςadjective (person: negligent) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Robert is a sloppy worker; he never takes care over what he does. Ο Ρόμπερτ είναι ένας απρόσεκτος εργαζόμενος. Ποτέ δεν προσέχει τι κάνει. |
κακόςadjective (careless, poor) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The teenager's sloppy English made it difficult to understand what he was saying. Τα άθλια αγγλικά του εφήβου έκαναν δύσκολο να καταλάβεις τι έλεγε. |
τσαπατσούληςadjective (person: messy) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) My daughter is sloppy; her room is always in a mess. Η κόρη μου είναι τσαπατσούλα. Το δωμάτιό της είναι πάντα χάλια. |
λασπωμένοςadjective (food: mushy) (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The cook served Pippa some kind of sloppy stew; it didn't look very nice. Ο μάγειρας σέρβιρε στην Πίπα κάποιο είδος λασπωμένου στιφάδου. Δεν φαινόταν και πολύ καλό. |
χαχόλικοςadjective (clothes: loose-fitting, baggy) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lisa prefers a sloppy blouse to a tight-fitting one. |
φαρδύςadjective (informal (clothes: casual, not smart) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I love wearing sloppy clothes at the weekends. Λατρεύω να φορώ άνετα ρούχα τα σαββατοκύριακα. |
λασπώδηςadjective (ground: wet, mushy) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The soil was sloppy near the spring. |
λασπωμένος, μισολιωμένοςadjective (snow: slushy) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The garden was covered in sloppy snow. |
γλυκανάλατος, νερόβραστοςadjective (sentimental, soppy) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) "I love you," Harry declared. "Don't get sloppy," Angela told him. |
σάντουιτς με κιμάnoun (US (ground meat sandwich) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
φαρδύ πουλόβερnoun (baggy sweater) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sloppy στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του sloppy
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.