Τι σημαίνει το slot στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης slot στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του slot στο Αγγλικά.

Η λέξη slot στο Αγγλικά σημαίνει σχισμή, κουλοχέρης, θέση, κενό, στριμώχνω, μπαίνω στη θέση μου, στριμώχνω, γλιστρώ, βρίσκω χρόνο για, στριμώχνω, σχισμή για νομίσματα, υποδοχή μονάδας δίσκου, θυρίδα μονάδας δίσκου, αγωνιστικό αυτοκινητάκι, μηχανή καζίνου με κέρματα, κουλοχέρης, χρονικό περιθώριο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης slot

σχισμή

noun (for coin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ned put the money in the slot and pressed the button for black coffee.
Ο Νεντ έβαλε τα χρήματα στη σχισμή και πίεσε το κουμπί για τον σκέτο καφέ.

κουλοχέρης

noun (informal (gambling: slot machine)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Michelle spends all her free time playing the slots.
Η Μισέλ περνάει όλο τον ελεύθερό της χρόνο παίζοντας φρουτάκια.

θέση

noun (position) (κενή, ανοιχτή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I've reviewed our current staffing and I think we have a slot for you.

κενό

noun (time slot)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The director has a slot between 3 and 4 pm; would that suit you?

στριμώχνω

transitive verb (give a time, schedule) (μεταφορικά: βρίσκω χρόνο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπαίνω στη θέση μου

phrasal verb, intransitive (slide into place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The last jigsaw piece slotted in and the picture was complete.

στριμώχνω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (find time for) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I can slot you in between lunch and my afternoon class.

γλιστρώ

phrasal verb, transitive, inseparable (slide in)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Richard slotted the book back into its place on the shelf.

βρίσκω χρόνο για, στριμώχνω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (find time for) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I think I can manage to slot you into the director's schedule; I'll have a look and call you back.

σχισμή για νομίσματα

noun (for inserting a coin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Although I inserted my quarters into the coin slot, the chips won't come out of the vending machine.

υποδοχή μονάδας δίσκου, θυρίδα μονάδας δίσκου

noun (slit for inserting a CD or DVD)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The DVD got stuck in the disc slot; now it won't go in or come out.

αγωνιστικό αυτοκινητάκι

(miniature racing car) (παιχνίδι)

μηχανή καζίνου με κέρματα, κουλοχέρης

noun (coin-operated gambling machine)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I won $500 playing the penny slot machines last night.

χρονικό περιθώριο

noun (allocated period of time)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του slot στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.