Τι σημαίνει το lazy στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lazy στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lazy στο Αγγλικά.
Η λέξη lazy στο Αγγλικά σημαίνει τεμπέλης, τεμπέλικος, χαλαρός, πρόχειρος, τσαπατσούλικος, χαλαρός, πρόχειρος, χαλαρός, τεμπελιάζω, αρχιτεμπέλαρος, αλληθωρισμός, στραβισμός, αμβλυωπία, τεμπέλης, ακαμάτης, περιστρεφόμενος δίσκος, τεμπελόσκυλο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lazy
τεμπέληςadjective ([sb]: does little) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He is smart, but lazy. Είναι έξυπνος, αλλά τεμπέλης (or: ακαμάτης). |
τεμπέλικος, χαλαρόςadjective (figurative (slow) (μτφ: αργός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The lazy river flowed slowly. Το τεμπέλικο (or: οκνηρό) ποτάμι κυλούσε αργά. |
πρόχειρος, τσαπατσούλικοςadjective (job: sloppy) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He did a lazy job on his essay. He didn't even review it for spelling mistakes. Έκανε πρόχειρη (or: τσαπατσούλικη) δουλειά με την έκθεσή του. Δεν την έλεγξε καν για ορθογραφικά λάθη. |
χαλαρόςadjective (encouraging idleness) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) It was such a lazy summer afternoon that nobody wanted to work. Ήταν ένα πολύ χαλαρό καλοκαιρινό απόγευμα και κανένας δεν ήθελε να δουλέψει. |
πρόχειρος, χαλαρόςadjective (sloppy, loose) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He had a lazy way of dressing and never tucked in his shirt. Είχε πολύ πρόχειρο ντύσιμο και δεν έβαζε ποτέ από μέσα το πουκάμισό του. |
τεμπελιάζωintransitive verb (rare (laze) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We ate our picnic and spent the afternoon lazying on the riverbank. |
αρχιτεμπέλαροςadjective (informal (does nothing) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jake does nothing around the house -- he's bone idle! |
αλληθωρισμός, στραβισμόςnoun (informal (squint, inability to focus) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αμβλυωπίαnoun (formal (amblyopia, dim vision in apparently normal eye) (επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Children with a lazy eye have to wear an eye patch. |
τεμπέλης, ακαμάτηςnoun ([sb] who is idle) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Clive's teachers often described him as a lazy person. |
περιστρεφόμενος δίσκοςnoun (revolving tray for food) (σε ντουλάπι) |
τεμπελόσκυλοadjective (US, slang, vulgar (idle) (καθομιλουμένη, μτφ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) That guy is just a lazy-ass drunk, not a good employee. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lazy στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του lazy
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.