Τι σημαίνει το sol στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sol στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sol στο Γαλλικά.
Η λέξη sol στο Γαλλικά σημαίνει πάτωμα, δάπεδο, έδαφος, χώμα, έδαφος, χώμα, σολ, πάτωμα, δάπεδο, σολ, Ήλιος, επίπεδο, σολ, σολ, δάπεδο, πάτωμα, γη, γη, γη, φτιάχνω το πάτωμα, καθηλώνω στο έδαφος, ρίχνω στο έδαφος, βολή από αεροσκάφος προς στόχο στην στεριά, εδάφους-αέρος, επιφανείας-αέρος, εδάφους-εδάφους, υπόγειο, κελάρι, υπέδαφος, υπέργειος, εδάφους-αέρος, επιφανείας-αέρος, εδάφους-εδάφους, χερσότοπος, υποδαπέδιος, υπέργειος, κοντά στη γη, πάνω από το έδαφος, γεωύφασμα, σεληνιακό τοπίο, Αμερικανός από Γιαπωνέζους γονείς, παρθένο έδαφος, χερσαία πολεμική επιχείρηση, πλήρωμα, προσωπικό εδάφους, ισόγειο, γόνιμο έδαφος, πάτωμα με πλακάκια, το κλειδί του σολ, χαμηλό ντουλάπι, οικιακό γυμναστήριο, δαπεδοκαθαριστής, δαπεδοκαθαριστήρας, δαπεδοκαθαριστής, δαπεδοκαθαριστήρας, σιφόνι δαπέδου, χαμηλή πτήση, απόσταση από το έδαφος, υπόστρωμα, πάτρια εδάφη, άσκηση σε στρώμα, διάβρωση του εδάφους, υπόγειο διαμέρισμα, τσιμεντοποιημένο εδαφικό στρώμα, ημιυπόγειο, επικάλυψη δαπέδου, δασικός τάπητας, χερσαίες δυνάμεις, πεζικάριοι, γαζώνω, κρατάω, καθηλωμένος στο έδαφος, των Αμερικανών δεύτερης γενιάς με ιαπωνική καταγωγή, υπεργείως, υλικά μοκέτας, κατώτερο στρώμα, κατώτερο επίπεδο, προσωπικό εδάφους, αγγίζω με το πόδι, σκουντάω με το πόδι, ξαπλωμένος, προσωπικό εδάφους, έλεγχος εδάφους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sol
πάτωμα, δάπεδο(dans un bâtiment) (δωματίου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il balaie le sol de la pièce une fois par semaine. Σκουπίζει το πάτωμα (or: δάπεδο) του δωματίου μια φορά την εβδομάδα. |
έδαφος(επιφάνεια της γης) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La noix de coco tomba sur le sol juste à côté de nous. Η καρύδα έπεσε στο έδαφος δίπλα μας. |
χώμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lucy a bêché le sol dans son potager pour le préparer à la plantation. Η Λούσι έσκαψε το χώμα στο λαχανόκηπό της για να το προετοιμάσει για το φύτεμα. |
έδαφος, χώμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le sol ici est riche en couleur et minéraux. Η γη εδώ είναι πλούσια σε χρώμα και μεταλλικά στοιχεία. |
σολnom masculin invariable (note de musique) (μουσική νότα) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) À cet endroit, tu es censé jouer un sol. Σε αυτό το μέρος, πρέπει να παίξεις ένα σολ. |
πάτωμα, δάπεδοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le plancher était carrelé. Το πάτωμα είχε πλακάκια. |
σολnom masculin invariable (note de musique) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
Ήλιοςnom propre masculin (dieu romain du soleil) |
επίπεδοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il faut étaler le béton sur le sol. Πρέπει να στρώσουμε μπετόν σ' αυτό το επίπεδο. |
σολnom masculin (monnaie péruvienne) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
σολnom masculin (note de musique) (νότα) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
δάπεδο, πάτωμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le vin rouge renversé a taché le sol en lino blanc. |
γη(χώμα, έδαφος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les fermes réussissent car la terre est très riche par ici. Οι φάρμες ευημερούν επειδή η γη εδώ είναι πολύ εύφορη. |
γη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La terre est riche et fertile. Το έδαφος (or: χώμα) εδώ είναι εύφορο και γόνιμο. |
γη(έδαφος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La bombe tomba à terre. Η βόμβα έπεσε στη γη. |
φτιάχνω το πάτωμα(γενικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les ouvriers vont faire le sol de notre salle de bains aujourd'hui. Οι εργάτες θα φτιάξουν σήμερα το πάτωμα του μπάνιου μας. |
καθηλώνω στο έδαφοςverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'avion était retenu au sol à cause de problèmes mécaniques. |
ρίχνω στο έδαφοςverbe transitif (Football américain) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le joueur lança la balle au sol pour arrêter le jeu. |
βολή από αεροσκάφος προς στόχο στην στεριάadjectif (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εδάφους-αέρος, επιφανείας-αέροςadjectif (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
εδάφους-εδάφουςadjectif (πύραυλος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υπόγειοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La salle d'entretien et quelques bureaux se trouvent au sous-sol du bâtiment. Στο υπόγειο του κτιρίου βρίσκονται το δωμάτιο συντήρησης και μερικά γραφεία. |
κελάρι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'air à la cave est toujours humide. Ο αέρας στο κελάρι πάντα μοιάζει υγρός. |
υπέδαφοςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υπέργειοςadjectif (λόγιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εδάφους-αέρος, επιφανείας-αέροςadverbe (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
εδάφους-εδάφουςadverbe (για εκτόξευση πυραύλου) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χερσότοπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
υποδαπέδιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υπέργειοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κοντά στη γηadverbe (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πάνω από το έδαφοςlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γεωύφασμαnom masculin (sous un sac de couchage) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σεληνιακό τοπίο
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Αμερικανός από Γιαπωνέζους γονείς
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παρθένο έδαφοςnom masculin |
χερσαία πολεμική επιχείρησηnom masculin pluriel (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πλήρωμα, προσωπικό εδάφουςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ισόγειοnom masculin (construction) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La plupart des bonnes photos de plantes sont prises au niveau du sol (or: au ras du sol). |
γόνιμο έδαφοςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πάτωμα με πλακάκια
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les sols carrelés peuvent être froids aux pieds en hiver. |
το κλειδί του σολnom féminin (Musique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χαμηλό ντουλάπιnom masculin (έπιπλο) |
οικιακό γυμναστήριοnom féminin |
δαπεδοκαθαριστής, δαπεδοκαθαριστήραςnom masculin (μηχάνημα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δαπεδοκαθαριστής, δαπεδοκαθαριστήραςnom masculin (μηχάνημα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σιφόνι δαπέδουnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ένα σιφόνι δαπέδου στο χωλ είναι βολικό για να στίβουμε τη σφουγγαρίστρα. |
χαμηλή πτήσηverbe intransitif |
απόσταση από το έδαφοςnom féminin (αυτοκίνητο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La jeep est très appréciée par les amateurs de conduite tout terrain en raison de sa garde au sol très élevée. |
υπόστρωμαnom masculin (κάτω από την σκηνή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πάτρια εδάφηnom masculin L'armée n'a encore jamais perdu une bataille sur son propre sol. |
άσκηση σε στρώμαnom masculin (sport) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διάβρωση του εδάφουςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
υπόγειο διαμέρισμαnom masculin |
τσιμεντοποιημένο εδαφικό στρώμα(Géologie) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ημιυπόγειο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επικάλυψη δαπέδουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δασικός τάπηταςnom masculin |
χερσαίες δυνάμειςnom féminin pluriel (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πεζικάριοιnom féminin pluriel (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) L'aviation protège les mouvements des troupes au sol. |
γαζώνωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κρατάω(une personne) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les policiers ont plaqué le voleur au sol et l'ont maintenu face contre terre. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κράτα τα χέρια του για να σταματήσει να με χτυπάει! |
καθηλωμένος στο έδαφοςadjectif (avion) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'avion est cloué au sol pour cause de mauvais temps. Το αεροπλάνο είναι καθηλωμένο στο έδαφος εξαιτίας του κακού καιρού. |
των Αμερικανών δεύτερης γενιάς με ιαπωνική καταγωγή(Américain) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπεργείωςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
υλικά μοκέταςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατώτερο στρώμα, κατώτερο επίπεδοnom féminin (végétation) |
προσωπικό εδάφουςnom masculin (Aviation) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αγγίζω με το πόδι, σκουντάω με το πόδι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le chat donnait des coups de patte à la souris, déçu qu'elle ne veuille plus jouer. Η γάτα άγγιζε με το πόδι της το ποντίκι, ενοχλημένη που δεν έπαιζε άλλο. |
ξαπλωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il était étendu de tout son long (or: Il était couché de tout son long) pour ne pas que l'ennemi le voie. |
προσωπικό εδάφουςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
έλεγχος εδάφουςnom masculin (Aéroport) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sol στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του sol
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.