Τι σημαίνει το sombre στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sombre στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sombre στο Γαλλικά.
Η λέξη sombre στο Γαλλικά σημαίνει σκοτεινός, σκοτεινός, σκοτεινός, μαύρος, σκοτεινός, άσχημος, δυσάρεστος, ήσυχος, σιωπηλός, αμίλητος, σοβαρός, μελαγχολικός, κατηφής, σκιερός, σκοτεινός, συννεφιασμένος,σκοτεινός, στενάχωρος, λυπηρός, στενάχωρος, βλοσυρός, κακός, μελαγχολικός, σκυθρωπός, βλοσυρός, ανήλιαγος, θλιβερός, λυπητερός, στενάχωρος, μουντός, σκοτεινός, βαρύς, μουτρωμένος, βαρύς, σκοτεινός, ψυχρός, σκυθρωπός, στενοχωρημένος, μίζερος, πένθιμος, σκοτεινός, καταθλιπτικός, δύσθυμος, αφώτιστος, αφώτιστος, που δεν δείχνει χαρά, αποκρουστικός, φρικαλέος, απειλητικός, μαύρος, σκοτεινός, μαύρος, σκοτεινός, κακόγουστος, κρύος, σβήνω, βυθίζομαι, καταρρέω, γκρεμίζομαι, βυθίζομαι, βουλιάζω, αυστηρά, σοβαρά, θλιβερά, πιο χαμηλός, με σοβαρό ύφος, καταθλιπτικά, σκοτεινή ύλη, μελαγχολικά, σκυθρωπά, σκοτεινή περίοδος, σκοτεινή σελίδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sombre
σκοτεινός(absence de lumière) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il faisait drôlement sombre quand je me suis réveillée à la maison. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το σπίτι ήταν σκοτεινό όταν ξύπνησα. |
σκοτεινόςadjectif (figuré : personnalité) (μεταφορικά: κακός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Beaucoup de gens pensent que c'est un homme bon mais il a aussi un côté sombre. |
σκοτεινός, μαύροςadjectif (figuré) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Compte tenu de la récession qui la frappera prochainement, il s'agit d'une période sombre (or: noire) pour l'économie. |
σκοτεινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cette pièce est sombre : allume la lumière ! Ήταν μια μουντή ημέρα με τον ήλιο να μη είναι ορατός πίσω από τα πυκνά σύννεφα. |
άσχημος, δυσάρεστοςadjectif (avenir) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ήσυχος, σιωπηλός, αμίλητος(personne) (δεν μιλάει πολύ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Carol était sombre après la dispute avec son mari. Η Κάρολ ήταν σιωπηλή μετά τον καυγά με τον σύζυγό της. |
σοβαρόςadjectif (αυστηρός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle avait l'air tellement sombre que je lui ai demandé ce qui n'allait pas. Έδειχνε τόσο σοβαρή που τη ρώτησα τι συμβαίνει. |
μελαγχολικός, κατηφής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le buste de Beethoven avait une expression sombre. |
σκιερόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La petite fille avait peur d'entrer dans la pièce sombre. |
σκοτεινόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συννεφιασμένος,σκοτεινόςadjectif (temps) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Prends un manteau : il fait sombre dehors. |
στενάχωρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λυπηρός, στενάχωρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Perdre la maison était une sombre perspective. |
βλοσυρόςadjectif (expression, visage) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le policier avait l'air sombre en écrivant la contravention. Ο αστυνομικός φαινόταν βλοσυρός ενώ έκοβε την κλήση. |
κακός, μελαγχολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Qu'est-ce qui t'a mis dans une humeur aussi sombre de bon matin ? Τι σου έφερε τόσο μελαγχολική διάθεση σήμερα το πρωί; |
σκυθρωπός, βλοσυρόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La duchesse fronçait les sourcils et avait l'air encore plus sombre que d'habitude. |
ανήλιαγοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
θλιβερός, λυπητερός, στενάχωρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Στην Ρέιτσελ δεν άρεσε το θεατρικό επειδή ήταν τόσο θλιβερό· όλοι πέθαναν στο τέλος. |
μουντός, σκοτεινός, βαρύςadjectif (καιρός, ουρανός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il faisait un temps sombre lorsque la famille est arrivée à sa destination de voyage. |
μουτρωμένοςadjectif (personne) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Après avoir été grondé par ses parents, Adrian demeura sombre pour le reste de la journée. Αφού τον μάλωσαν οι γονείς του, ο Έντριαν ήταν μουτρωμένος για το υπόλοιπο της ημέρας. |
βαρύς, σκοτεινόςadjectif (ciel) (μτφ: ουρανός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le ciel sombre (or: menaçant) annonçait de la pluie. Ο βαρύς ουρανός απειλούσε με βροχή. |
ψυχρόςadjectif (figuré) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les jeunes font face à un avenir sombre (or: gris) avec des perspectives d'emploi incertaines. |
σκυθρωπός, στενοχωρημένος, μίζερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Malgré le temps ensoleillé, les enfants avaient l'air moroses. |
πένθιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σκοτεινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καταθλιπτικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le bureau lugubre de Mark contribuait au fait qu'il n'aimait pas son boulot. Το καταθλιπτικό γραφείο του Μαρκ ενέτεινε την απέχθειά του για τη δουλειά του. |
δύσθυμοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La sombre histoire a eu une fin très triste. |
αφώτιστος(δεν φωτίζεται, πχ χώρος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αφώτιστοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που δεν δείχνει χαράadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποκρουστικός, φρικαλέος, απειλητικόςadjectif (άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La personnalité sombre de David a fait fuir le nouvel employé. |
μαύρος, σκοτεινόςadjectif (sans lumière) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La pièce était noire (or: sombre) jusqu'à ce que Ben allume une lumière. |
μαύρος, σκοτεινόςadjectif (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tom était d'humeur noire (or: sombre) après que son chef l'eut réprimandé. |
κακόγουστοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'humour sinistre de Frank révulsait sa belle-mère. |
κρύος(temps, météo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Frank avait prévu de passer la journée chez lui pour s'épargner le temps maussade de l'hiver. |
σβήνωverbe intransitif (figuré) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il a sombré doucement et a fini par décéder cette nuit-là. Έσβηνε αργά και τελικά πέθανε εκείνη τη νύχτα. |
βυθίζομαι(bateau) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le bateau a coulé après avoir heurté un iceberg. Το πλοίο βούλιαξε όταν χτύπησε ένα παγόβουνο. |
καταρρέω, γκρεμίζομαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Η προσπάθεια απέτυχε όταν στέρεψε η αγορά. |
βυθίζομαι, βουλιάζωverbe intransitif (bateau) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le navire sombra durant la tempête. Το σκάφος βυθίστηκε στην καταιγίδα. |
αυστηρά, σοβαρά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
θλιβερά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πιο χαμηλός(lumière) (φωτισμός) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bien qu'il s'agisse de la même ampoule, celle-ci, est plus faible que celle-là. |
με σοβαρό ύφοςlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καταθλιπτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σκοτεινή ύλη
|
μελαγχολικά, σκυθρωπάlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σκοτεινή περίοδος, σκοτεινή σελίδαnom féminin (figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La guerre de Sécession fut la période la plus sombre de l'histoire des États-Unis. Ο Εμφύλιος Πόλεμος ήταν μια σκοτεινή περίοδος (or: μια σκοτεινή σελίδα) στην Αμερικάνικη ιστορία. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sombre στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του sombre
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.