Τι σημαίνει το sommet στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sommet στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sommet στο Γαλλικά.

Η λέξη sommet στο Γαλλικά σημαίνει κορυφή, κορφή, κορυφή, κορυφή, σύνοδος κορυφής, κορυφή, απόγειο, κορυφή, κορυφή, κορυφή, κορυφή, κορυφή, κορφή, σύνοδος, κορυφή, βουνοκορφή, απόγειο, κορφή, κορυφή, ακμή, απόγειο, άκρη του λόφου, αιχμή, κορυφή, κορυφή, κορφή, κορυφή, ζενίθ, εκ των άνω προς τα κάτω, πανύψηλος, χιονισμένος, με επίπεδη κορυφή, στην κορυφή,στον κολοφώνα, έχω εξαιρετικές επιδόσεις, κορυφή, βουνοκορφή, κορυφή γκρεμού, επιτυχία ανευ προηγουμένου, κορυφή δέντρου, ορθή γωνία, κορυφαία απόδοση, μέγιστη απόδοση, χιόνι, πάνω σε, στην κορυφή, στο ψηλότερο σημείο, στο πιο ψηλό σημείο, κάνω το καλύτερο που μπορώ, φτάνω την κορυφή, στην κορυφή, στην κορφή, κεφάλι, της βουνοκορφής, στην κορυφή του γκρεμού, κορφή, κορυφή, διάσκεψη κορυφής, κεφάλι, κορυφή, κορφή, αιχμή, φτάνω στην κορυφή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sommet

κορυφή, κορφή

(d'une montagne, arbre,...)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le jardinier a élagué le sommet (or: la cime) de l'arbre.
Ο κηπουρός κλάδεψε την κορυφή του δέντρου. // Το κεφάλαιο αρχίζει την κορυφή της σελίδας // Η Ώντρεϋ ανέβηκε στην κορυφή του πύργου.

κορυφή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les alpinistes ont atteint le sommet après plusieurs jours d'escalade.
Οι ορειβάτες έφτασαν στην κορυφή μετά από αρκετές ημέρες ορειβασίας.

κορυφή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les moines ont construit le temple au sommet de la montagne.

σύνοδος κορυφής

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Les grands dirigeants du monde tiendront un sommet sur le changement climatique le mois prochain.
Οι παγκόσμιοι ηγέτες θα πραγματοποιήσουν σύνοδο κορυφής τον επόμενο μήνα σχετικά με τις κλιματικές αλλαγές.

κορυφή

nom masculin (Géométrie)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La hauteur est la droite qui va du sommet d'un triangle à son côté opposé.

απόγειο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le jeune avocat est au sommet de sa carrière.
Ο νεαρός δικηγόρος βρίσκεται στο ζενίθ της καριέρας του.

κορυφή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La balle atteignit le sommet de sa trajectoire.

κορυφή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai donné au garçon une tape sur le sommet de sa tête.

κορυφή

nom masculin (d'un bâtiment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les oiseaux se perchèrent au sommet du bâtiment.

κορυφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gladys et Dawn atteignirent le sommet essoufflées mais ravies.
Η Γκλάντις και η Ντον έφτασαν στην κορυφή ξέπνοες αλλά χαρούμενες.

κορυφή, κορφή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les randonneurs approchaient du sommet de la montagne sous la pluie battante.

σύνοδος

(συνάντηση πολιτικών)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κορυφή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βουνοκορφή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le refuge Félix Faure est le point de départ de nombreux sommets réputés comme la Grande Casse.

απόγειο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κορφή, κορυφή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tu devrais apercevoir un vieux chêne juste en dessous du sommet de la colline.
Λίγο κάτω από την κορφή του λόφου θα δεις μια γερασμένη βελανιδιά.

ακμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απόγειο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La fin du deuxième siècle fut le sommet (or: l'apogée) de l'empire romain.

άκρη του λόφου

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αιχμή, κορυφή

nom masculin (d'une carrière,...)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Maxine est au sommet de sa carrière en ce moment.

κορυφή, κορφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il était à la cime de la montagne.

κορυφή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Depuis le sommet du toit, Janice avait vue sur toute la vallée.
Από την κορυφή της σκεπής η Τζάνις μπορούσε να δει όλη την κοιλάδα.

ζενίθ

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Maintenant qu'il est directeur du département de philosophie, il a atteint l'apogée de sa carrière.
Με τον διορισμό του ως επικεφαλής του τμήματος Φιλοσοφίας έφτασε στο ζενίθ της καριέρας του.

εκ των άνω προς τα κάτω

(Hiérarchie)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πανύψηλος

(figuré)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χιονισμένος

locution adjectivale

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

με επίπεδη κορυφή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στην κορυφή,στον κολοφώνα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω εξαιρετικές επιδόσεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κορυφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βουνοκορφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κορυφή γκρεμού

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επιτυχία ανευ προηγουμένου

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il avait souvent reçu des récompenses au cours de sa carrière, mais le prix Nobel était un nouveau sommet, même pour lui.

κορυφή δέντρου

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Το μικρό αγόρι κάθισε στην κορυφή του δέντρου. Ο χαρταετός προσγειώθηκε στην κορυφή του δέντρου τελειώνοντας τη διασκέδαση της ημέρας.

ορθή γωνία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κορυφαία απόδοση, μέγιστη απόδοση

nom masculin

χιόνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πάνω σε

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un petit chat gris était perché en haut du mur du jardin.

στην κορυφή, στο ψηλότερο σημείο, στο πιο ψηλό σημείο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω το καλύτερο που μπορώ

φτάνω την κορυφή

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στην κορυφή, στην κορφή

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai servi un gâteau à la crème avec des fraises au sommet.

κεφάλι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Je me demande s'il polit son crâne, il est tellement brillant !
Αναρωτιέμαι αν χρησιμοποιεί μπριγιαντίνη για την γκλάβα (or: κούτρα) του. Είναι τόσο γυαλιστερή!

της βουνοκορφής

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στην κορυφή του γκρεμού

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κορφή, κορυφή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nancy portait un nœud de couleur vive sur le haut (or: sommet) du crâne.
Η Νάνσυ φορούσε έναν ζωηρόχρωμο φιόγκο στην κορυφή του κεφαλιού της.

διάσκεψη κορυφής

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Les rencontres au sommet ont souvent lieu en territoire neutre.

κεφάλι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La lumière se réfléchissait sur le sommet de la tête chauve de Steve.

κορυφή, κορφή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αιχμή

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La vie de Tom a été ruinée alors qu'il était au zénith de sa carrière.

φτάνω στην κορυφή

locution verbale (d'une colline,...) (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le surfeur a atteint le sommet de la vague et s'est laissé glisser vers le rivage.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sommet στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του sommet

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.