Τι σημαίνει το haut στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης haut στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του haut στο Γαλλικά.

Η λέξη haut στο Γαλλικά σημαίνει ψηλός, κορυφή, πάνω μέρος, πάνω μέρος, υψηλόβαθμος, υψηλός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ύπατος, έσχατος, μακρινός, υψηλός, υψηλός, βορειότερος, άνω, ψηλά, ψηλά, πάνω μέρος, κορυφή, κορφή, υψηλός, υψηλός, σε υψηλή θέση, ψηλά στο τέρμα, υψηλά, ψηλά, μεγάλος, -, κορυφή, ψηλός, φουσκωμένος, παραφουσκωμένος, ανυψωμένος, πάνω, άνω, πάνω, επάνω, έχω ύψος, ψηλότερα, ψηλότερα, υψηλότερα, ψηλότερα, πάνω, πάνω δόντια, κατακόρυφος, εκεί πέρα, ψηλά το κεφάλι, ηχείο, μεγάφωνο, ηχείο, οροπέδιο, tweeter, μεγάφωνο, ηχείο, υψικάμινος, κλάκ, ψηλό βραδινό καπέλο, ηχείο, αντανακλαστικό του εμέτου, αναγούλα, παραλίγο εμετός, αναφωνώ, ανακράζω, κραυγάζω, προκαλώ ναυτία, κουμπωμένος, εκεί έξω, εμετός, ημίψηλο, αβαθή, τα ρηχά, φέρομαι υπεροπτικά σε κπ, ανώτερα στελέχη, γόβα, κόρνα, ύφαλος, θάρρος, ρέψιμο, πολυτελής, επιδεικτικός, επιδειξιομανής, υπερυψηλός, που εξοικονομεί ενέργεια, υψηλού ρίσκου, πολυτελής, καλύτερος, κορυφαίος, τεντωμένος, σηκωμένος, που βρίσκεται πιο ψηλά, ο υψηλότερος, κορυφαίος, επιτυχημένος, ζιβάγκο, με ψηλή πλάτη, που είναι ψηλά, ψηλά, πάνω, προς τα πάνω, δυνατά, φωναχτά, εξαιρετικά, εξαίσια, καταπληκτικά, από πάνω μέχρι κάτω, καθαρά και δυνατά, δυνατά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης haut

ψηλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ce mur est haut.
Είναι ένας υψηλός τοίχος.

κορυφή

nom masculin (d'une liste)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cette tâche est en haut de la liste de choses que j'ai à faire.
Αυτή η δουλειά βρίσκεται στην κορυφή της λίστας των πραγμάτων που έχω να κάνω.

πάνω μέρος

(vêtement) (φόρμα, πιζάμα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Il faut que je trouve un haut pour aller avec ma jupe.
Πρέπει να βρω μια μπλούζα που να ταιριάζει με τη φούστα μου.

πάνω μέρος

nom masculin (d'un bikini)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Elle attacha le haut de son bikini.
Έδεσε το σουτιέν του μπικίνι της.

υψηλόβαθμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En général, ils faisaient ce que le haut fonctionnaire leur disait.

υψηλός

(επίπεδο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Son haut niveau d'espagnol lui permettait de communiquer facilement.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(musique)

Cette note était trop haute, vous devriez accorder le piano.

ύπατος

adjectif (titre) (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il était haut commissaire de Jamaïque.

έσχατος

adjectif (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le traître fut inculpé de haute trahison.

μακρινός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'allais souvent me promener sur les hautes plaines.

υψηλός

adjectif (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est une voiture à haute performance.

υψηλός

adjectif (Base-ball) (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le haut lancé était au-dessus de la zone de frappe.

βορειότερος

(avec certaines régions)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'habite en Basse-Normandie mais je travaille en Haute-Normandie.

άνω

(région, terre)

Simon a passé deux semaines dans la Haute Vallée de la Loire.

ψηλά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je peux sauter haut.

ψηλά

adverbe (dans la hierarchie)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il finit haut dans les rangs de l'armée.

πάνω μέρος

nom masculin (vêtement)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Le haut de cette tenue est ajusté, alors que la jupe est évasée.

κορυφή, κορφή

(d'une montagne, arbre,...)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le jardinier a élagué le sommet (or: la cime) de l'arbre.
Ο κηπουρός κλάδεψε την κορυφή του δέντρου. // Το κεφάλαιο αρχίζει την κορυφή της σελίδας // Η Ώντρεϋ ανέβηκε στην κορυφή του πύργου.

υψηλός

(qualité)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les CD ont une qualité supérieure d'enregistrement.

υψηλός

adjectif (niveau) (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kevin joue maintenant aux échecs à haut niveau (or: Le niveau de Kevin aux échecs est élevé).

σε υψηλή θέση

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ψηλά στο τέρμα

adjectif (Hockey : tir)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υψηλά, ψηλά

(μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dan est haut placé dans le gouvernement local et exerce beaucoup d'influence.
Ο Νταν έχει υψηλά ιστάμενος στην τοπική κυβέρνηση και έχει μεγάλη επιρροή.

μεγάλος

adjectif (prétentieux)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il a une haute opinion de lui-même.
Είχε πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.

-

adjectif (marée) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La marée sera bientôt haute.
Η παλίρροια θα ανέβει σύντομα.

κορυφή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En général, on met le titre de l'article en haut de la page.

ψηλός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Au loin, les montagnes imposantes s'élevaient dans le ciel.

φουσκωμένος, παραφουσκωμένος

(μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ανυψωμένος

adjectif

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La chanteuse a fait sa performance sur une plate-forme élevée.

πάνω

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il y a deux fois plus de livres sur l'étagère supérieure que sur celle du bas.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στάθηκε στο ψηλότερο σκαλί της σκάλας.

άνω

(membres, lèvre,...) (επίσημο)

Tu as un feu sauvage sur ta lèvre supérieure.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το πάνω μέρος του χεριού είναι το τμήμα ανάμεσα στον αγκώνα και τον ώμο.

πάνω, επάνω

(dents)

έχω ύψος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Le mur fait trois mètres de haut.
Αυτός ο τοίχος έχει ύψος οκτώ πόδια.

ψηλότερα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tu peux grimper plus haut que ça.

ψηλότερα, υψηλότερα

locution adverbiale (but)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle était chef de bureau, mais elle visait plus haut.

ψηλότερα

locution adverbiale (voix)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cette soprano peut chanter plus aigu que tous les autres chanteurs que j'ai entendus.

πάνω

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Laura a demandé à Karen quel lit elle préférait et elle a choisi celui du haut.

πάνω δόντια

nom féminin pluriel

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Le dentiste a examiné les dents du haut d'Olivia.

κατακόρυφος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ένα κατακόρυφο βέλος έδειχνε τον δρόμο προς την τουαλέτα.

εκεί πέρα

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ψηλά το κεφάλι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Courage : c'est bientôt fini !

ηχείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ce lecteur CD a des haut-parleurs intégrés.
Αυτό το CD player έχει ενσωματωμένα ηχεία.

μεγάφωνο, ηχείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le vendeur du magasin a utilisé le haut-parleur pour annoncer les soldes aux clients.

οροπέδιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

tweeter

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μεγάφωνο, ηχείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

υψικάμινος

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κλάκ, ψηλό βραδινό καπέλο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La mariée portait un chapeau haut-de-forme blanc.

ηχείο

nom masculin (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αντανακλαστικό του εμέτου

nom masculin invariable

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αναγούλα

nom masculin pluriel

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παραλίγο εμετός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναφωνώ, ανακράζω, κραυγάζω

(φωνάζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a crié qu'ils étaient revenus avec trois médailles.

προκαλώ ναυτία

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Pendant ma grossesse, même l'odeur du pain grillé m'écœurait.

κουμπωμένος

(vêtement) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tu te plains d'avoir froid mais ton manteau n'est même pas bien fermé.
Παραπονιέσαι ότι έχει κρύο αλλά το παλτό σου δεν είναι καν κουμπωμένο.

εκεί έξω

adverbe

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Quand tu regardes les étoiles, te demandes-tu parfois s'il y a d'autres êtres vivants là-haut ?
Έχεις κοιτάξει ποτέ τα αστέρια απορώντας εάν υπάρχει κανείς εκεί έξω;

εμετός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Penelope a de la fièvre mais pas de nausée.

ημίψηλο

nom masculin

αβαθή

nom masculin (eau peu profonde)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

τα ρηχά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ils ont trouvé des coquillages dans les hauts-fonds.
Βρήκαν κοχύλια στα ρηχά.

φέρομαι υπεροπτικά σε κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανώτερα στελέχη

Ces instructions viennent directement de la direction (or: d'en haut).

γόβα

(συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κόρνα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'un des haut-parleurs était cassé et John a dû l'emmener en réparation.

ύφαλος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le navire devait avancer prudemment afin d'éviter les hauts-fonds.

θάρρος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ρέψιμο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les plaintes concernant la nourriture infecte étaient noyées par les haut-le-cœur de Seth provenant des toilettes.

πολυτελής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il y a une nouvelle zone commerciale haut de gamme en bord de mer.

επιδεικτικός, επιδειξιομανής

(personnage)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υπερυψηλός

adjectif

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

που εξοικονομεί ενέργεια

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

υψηλού ρίσκου

adverbe

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πολυτελής

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλύτερος, κορυφαίος

adjectif invariable

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τεντωμένος, σηκωμένος

locution adjectivale (χέρια)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που βρίσκεται πιο ψηλά

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ο υψηλότερος

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κορυφαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επιτυχημένος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ζιβάγκο

locution adjectivale (vêtement)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

με ψηλή πλάτη

locution adjectivale (chaise) (κάθισμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που είναι ψηλά

adjectif (soleil, lune) (ήλιος, φεγγάρι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous avons salué le soleil haut dans le ciel.

ψηλά, πάνω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Les spectateurs levèrent les yeux vers les avions qui tournoyaient au-dessus de leurs têtes.
Το πλήθος κοιτούσε ψηλά τα αεροπλάνα που έκαναν κύκλους από πάνω τους.

προς τα πάνω

locution adverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
L'oiseau s'est envolé vers le haut jusqu'à ce qu'il ne soit plus qu'une petite tache dans le ciel bleu.
Το πουλί πέταξε ψηλά μέχρι που δεν ήταν παρά μια κουκκίδα στον γαλανό ουρανό.

δυνατά, φωναχτά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ana a lu l'histoire à voix haute pour ses camarades.
Η Άννα διάβασε την ιστορία φωναχτά για την τάξη.

εξαιρετικά, εξαίσια, καταπληκτικά

(victoire)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

από πάνω μέχρι κάτω

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il faut appliquer la peinture de haut en bas.

καθαρά και δυνατά

locution adverbiale (parler)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

δυνατά

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mince alors, est-ce que j'ai dit ça à haute voix ? Je voulais que ça reste dans ma tête.
Θεέ μου, το είπα δυνατά αυτό; Ήταν απλώς μια σκέψη.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του haut στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του haut

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.