Τι σημαίνει το sort στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sort στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sort στο Γαλλικά.
Η λέξη sort στο Γαλλικά σημαίνει τύχη, ξόρκι, γραφτό, μάγια, κατάρα, κατάρα, ξόρκι, κατάρα, μοίρα, το έξω, φεύγω, βγαίνω, πετάγομαι, φεύγω, βγαίνω, πετάγομαι, βγαίνω, βγαίνω, διοχετεύομαι έξω από κτ, αποκαλύπτω, βγάζω, ξεστομίζω, βγάζω κτ έξω, βγάζω κτ ξαφνικά, βγαίνω, βγαίνω έξω, ξεχύνομαι, βγαίνω μαζί, αναπαράγω, πετάγομαι, βγαίνω, κυκλοφορώ, πετάω, πετώ, εκδίδω, κυκλοφορώ, παρουσιάζω, βγαίνω, δημοσιεύομαι, βγαίνω, δημοσιεύομαι, έξω, εκτός, πετάγομαι, βγαίνω, βγαίνω για σεργιάνι, ξεχύνομαι, βγαίνω, εξάγω, πηγάζω, ρέω, απομακρύνω κπ δια της βίας, φέρνω, εξωθούμαι, επινοώ, πλάθω, κατασκευάζω, πετάγομαι, επιδεικνύω, -, πέταγμα, ξεπροβάλλω, εμφανίζομαι, διώχνω, κάνω πρεμιέρα, βγάζω κτ από κτ, βγαίνω, εξαπλώνομαι, ξεστομίζω, πλασάρω, πλασάρω, κλήρος, λαχείο, λυπάμαι, συμπονώ, καταριέμαι, λαχείο, κλήρωση, ασυνήθιστος, αυτολύπηση, ευτυχώς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sort
τύχηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Elle a déménagé et nous n'avons jamais su quel avait été son sort. Μετακόμισε και δεν μάθαμε ποτέ τι απέγινε. |
ξόρκιnom masculin (Magie) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La sorcière lui jeta un sort qui le transforma en grenouille. Le sort que la sorcière jeta sur la princesse plongea cette dernière dans un sommeil de trois ans. Η μάγισσα τον μεταμόρφωσε σε βάτραχο μ' ένα ξόρκι. |
γραφτό(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mon sort était de finir éleveur de poulets. Ήταν η μοίρα μου να καταλήξω να εκτρέφω κότες. |
μάγια(figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
κατάρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) À l'arrivée, il s'avéra que l'ogre avait été victime d'un sort. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι παλαιότεροι πίστευαν πως οι αρρώστιες έρχονταν από κατάρες που τους βάραιναν. |
κατάρα(η ευχή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ξόρκιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le sort de la sorcière changea le bébé en oiseau. |
κατάρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le sortilège (or: Le sort) du sorcier a provoqué une série de malheurs dans le village. |
μοίρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'aime me dire que c'est la destinée qui nous a réunis, mon mari et moi. |
το έξωverbe intransitif (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φεύγωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βγαίνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous avons réussi à sortir de l'immeuble alors qu'il prenait feu. Βγήκαμε τη στιγμή που το κτίριο θα έπαιρνε φωτιά. |
πετάγομαιverbe intransitif (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quelques pousses vertes sortaient du sol recouvert de neige. |
φεύγωverbe intransitif (περπατώντας) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Matthieu est sorti sans répondre. |
βγαίνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sors de l'ombre et mets-toi ici dans la lumière pour que je te voie. Βγες από τις σκιές και στάσου εδώ στο φως όπου μπορώ να σε δω. |
πετάγομαιverbe intransitif (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je sors faire les courses, je reviens dans 10 minutes. Πετάγομαι για λίγο στα μαγαζιά, θα επιστρέψω σε 10 λεπτά. |
βγαίνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ils se sont mis sur leur trente-et-un pour sortir. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι ωραίο να ντύνεσαι καλά και να βγαίνεις για να χαρείς τη νυχτερινή ζωή της πόλης. |
βγαίνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διοχετεύομαι έξω από κτverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποκαλύπτωverbe transitif (Médecine : un organe) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βγάζω(sa chemise d'un pantalon) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεστομίζωverbe transitif (familier) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai trouvé ça incroyable qu'elle sorte cette remarque. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως ξεστόμισε αυτό το σχόλιο. |
βγάζω κτ έξω
Αν ξαναβγάλεις έξω τη γλώσσα σου, θα έρθει ένα πουλί να κουρνιάσει πάνω της. |
βγάζω κτ ξαφνικά
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le prestidigitateur sortit un lapin de son chapeau. Ο ταχυδακτυλουργός έβγαλε ξαφνικά ένα κουνέλι από το καπέλο του. |
βγαίνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand l'alarme a retenti, tout le monde est sorti par les issues de secours. Όταν ακούστηκε ο συναγερμός πυρκαγιάς όλοι βγήκαν απ' τις εξόδους κινδύνου. |
βγαίνω έξωverbe intransitif T'as demandé à ta mère si tu pouvais sortir jouer ? Ρώτησες τη μαμά σου αν μπορείς να βγεις έξω να παίξεις; |
ξεχύνομαιverbe intransitif (personnes) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les gens ont commencé à sortir du bâtiment. |
βγαίνω μαζίverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αναπαράγωverbe transitif (figuré, familier) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les hommes politiques sortent toujours les mêmes platitudes. Ο πολιτικοί αναπαράγουν παντού τις γνωστές κοινοτοπίες. |
πετάγομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βγαίνωverbe intransitif (de la route) (από τον δρόμο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κυκλοφορώverbe transitif (film) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ils ont sorti le film et ont fêté sa sortie à Los Angeles. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κυκλοφόρησε η καινούργια ταινία του Τζακ Νίκολσον. |
πετάω, πετώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peux-tu sortir la poubelle ? Μπορείς να πετάξεις τα σκουπίδια; |
εκδίδω, κυκλοφορώ, παρουσιάζωverbe transitif (publier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βγαίνω, δημοσιεύομαι(livre, film, CD,...) (για βιβλία, ταινίες) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Son nouveau roman sortira cet automne. Το νέο του μυθιστόρημα θα δημοσιευθεί το φθινόπωρο. |
βγαίνωverbe intransitif (film) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δημοσιεύομαι(nouvelle) (για γεγονότα, ειδήσεις) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si cette affaire sort, il sera ruiné. Αν δημοσιευτούν ειδήσεις για τον ερωτικό δεσμό, θα καταστραφεί. |
έξω, εκτόςverbe intransitif (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je suis désolé mais il est sorti quelques instants. Φοβάμαι ότι βγήκε έξω (or: εκτός) για ένα λεπτό. |
πετάγομαι, βγαίνωverbe intransitif (figuré) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les yeux lui sont sortis de la tête en apprenant la nouvelle. Όταν έμαθε τα νέα γούρλωσε τα μάτια της. |
βγαίνω για σεργιάνιverbe intransitif (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les trois amis décidèrent de sortir vendredi pour écouter de la musique. |
ξεχύνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les portes du cinéma se sont ouvertes et les gens sont sortis sur la chaussée. |
βγαίνωverbe intransitif (για διασκέδαση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εξάγωverbe transitif (Informatique) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sortez les résultats sur l'imprimante. |
πηγάζω, ρέω(liquide) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai ouvert le robinet et l'eau a coulé. |
απομακρύνω κπ δια της βίας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un officier de police était en train d'embarquer un des manifestants. Ο αστυνόμος απομάκρυνε δια της βίας έναν από τους διαδηλωτές. |
φέρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξωθούμαι(Technique) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επινοώ, πλάθω, κατασκευάζω(une histoire, excuse, plan) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάγομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le cambrioleur a foncé dans une allée en voyant la police débarquer. Ο κλέφτης έτρεξε γρήγορα μέσα σ' ένα σοκάκι όταν είδε την αστυνομία να έρχεται. |
επιδεικνύω(soutenu : montrer) (παρουσιάζω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Après avoir caché son travail pendant des mois, il l'a finalement produit en public. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έδειξε το διαβατήριό του για έλεγχο. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Tu as enfreint les règles ; tu es éliminé ! Παραβίασες τους κανόνες. Ακυρώνεσαι! |
πέταγμα(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ξεπροβάλλω, εμφανίζομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il y a eu un bruit dans les buissons et un hérisson en est sorti (or: en a émergé). |
διώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω πρεμιέρα(film) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le film sortira (or: sortira au cinéma) à Noël. Η ταινία θα κάνει πρεμιέρα τα Χριστούγεννα. |
βγάζω κτ από κτverbe transitif La secrétaire a sorti (or: a retiré) le dossier de l'armoire. Η γραμματέας έβγαλε τον φάκελο από το ντουλάπι. |
βγαίνωverbe intransitif (fantôme) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les fantômes sortent (or: apparaissent) de nuit. |
εξαπλώνομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le sang jaillissait de la blessure. |
ξεστομίζωverbe transitif (familier : dire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πλασάρωverbe transitif (figuré, familier) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πλασάρωverbe transitif (figuré, familier) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κλήροςlocution verbale (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ils ont tiré au sort pour savoir qui commencerait. Τράβηξαν κλήρο για να δουν ποιος θα πάει πρώτος. |
λαχείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λυπάμαι, συμπονώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je plains les gens qui ont fait tant d'efforts, mais n'ont pas gagné. Λυπάμαι τους ανθρώπους που προσπάθησαν πολύ, αλλ' όμως δεν κέρδισαν. |
καταριέμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dans les contes, les sorcières maudissent toujours les gens. Οι μάγισσες στα παραμύθια πάντα καταριούνται διάφορους ανθρώπους. |
λαχείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κλήρωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si tu veux ta green card, tu ferais bien de participer à la loterie. |
ασυνήθιστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αυτολύπησηlocution adjectivale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ευτυχώς(positif) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Par chance, le bus était en retard aussi et je ne l'ai donc pas raté. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sort στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του sort
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.