Τι σημαίνει το condition στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης condition στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του condition στο Γαλλικά.
Η λέξη condition στο Γαλλικά σημαίνει κατάσταση, προϋπόθεση, όρος, υπάνθρωπος, προϋπόθεση, αγύμναστος, απόλυτος, σε φόρμα,καλή κατάσταση, αγύμναστος, δεδομένου ότι, υπό την προϋπόθεση ότι, δεδομένου ότι, δεδομένου ότι, με την προύπόθεση οτι, υπό την προϋπόθεση ότι, με την προϋπόθεση ότι/πως, υπό τον όρο ότι/πως, χωρίς δεσμεύσεις, προϋπόθεση, η θέση του μαθητή, οπαδού ή ακόλουθου, καρδιοπάθεια, απαραίτητη προϋπόθεση, αρχική κατάσταση, φυσική κατάσταση, απαραίτητη προϋπόθεση, προϋπόθεση εισόδου, ανθρώπινη φύση, κακή φυσική κατάσταση, χωρίς δεσμεύσεις, υγειονομικές απαιτήσεις, Γυναικείες Σπουδές, σε καλή κατάσταση, σε καλή κατάσταση, υπό την προϋπόθεση, με την προϋπόθεση, απαραίτητη προϋπόθεση, ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι για να κάνω κτ, ετοιμάζομαι για να κάνω κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης condition
κατάστασηnom féminin (Philosophie) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les philosophes s'intéressent à la condition humaine. Οι φιλόσοφοι εξετάζουν την ανθρώπινη κατάσταση. |
προϋπόθεση(critère d'acceptation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je le ferai, mais à une condition. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα το κάνω, με μια προϋπόθεση. Μια εξέταση για ναρκωτικά είναι προϋπόθεση για εργασία εδώ. |
όρος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Diana accepta de travailler à Noël à une condition : qu'elle soit payée le double de son salaire normal. |
υπάνθρωπος(indigne) (μειωτικό: για άνθρωπο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
προϋπόθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Parler l'ourdou était prérequis pour ce poste. Ήταν προαπαιτούμενο να μιλάς Ουρντού σε αυτήν τη δουλειά. |
αγύμναστος(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Être en mauvaise condition physique peut entraîner ou aggraver un tas de problèmes de santé. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το να είναι κανείς αγύμναστος μπορεί να δημιουργήσει ή να επιδεινώσει διάφορα προβλήματα υγείας. |
απόλυτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σε φόρμα,καλή κατάσταση(personne) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il faut être en bonne condition physique pour courir un marathon. |
αγύμναστοςlocution verbale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δεδομένου ότι, υπό την προϋπόθεση ότι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je veux bien te prêter 500 £ à condition que tu me les rendes d'ici lundi. |
δεδομένου ότι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vous pouvez acheter cette maison à condition que vous vendiez d'abord la vôtre. |
δεδομένου ότιconjonction (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Nous vous rembourserons à condition que vous nous retourniez le produit. |
με την προύπόθεση οτι, υπό την προϋπόθεση ότι
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Tu peux aller au bal, Cendrillon, à condition que tu rentres avant minuit. Μπορείς να πας στον χορό Σταχτοπούτα, με την προϋπόθεση ότι θα επιστρέψεις μέχρι τα μεσάνυχτα. |
με την προϋπόθεση ότι/πως, υπό τον όρο ότι/πως
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χωρίς δεσμεύσειςlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je te donnerai mon vieux manteau, sans conditions. |
προϋπόθεσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
η θέση του μαθητή, οπαδού ή ακόλουθου
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
καρδιοπάθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mon père et ma mère sont tous les deux cardiaques. |
απαραίτητη προϋπόθεσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La présence d'oxygène est une condition nécessaire à la vie humaine. |
αρχική κατάστασηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φυσική κατάστασηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les triathlètes doivent avoir une excellente condition physique. |
απαραίτητη προϋπόθεση
Το ταλέντο είναι εκ των ων ουκ άνευ για να γίνει κάποιος επαγγελματίας συγγραφέας. |
προϋπόθεση εισόδουnom féminin (σε χώρα, κράτος) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ανθρώπινη φύσηnom féminin |
κακή φυσική κατάσταση
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
χωρίς δεσμεύσειςlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Neil veut avoir une relation avec quelqu'un, mais sans engagement. |
υγειονομικές απαιτήσεις
Certains métiers, comme les pompiers, ont des exigences en matière de condition physique. |
Γυναικείες Σπουδές(matière universitaire) |
σε καλή κατάσταση(objet) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'appareil photo qu'elle a acheté d'occasion sur internet était en bon état. |
σε καλή κατάστασηlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si la voiture est en bonne condition, tu peux la revendre pratiquement au prix où tu l'as achetée. |
υπό την προϋπόθεση, με την προϋπόθεση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je viendrai te rendre visite demain à condition qu'il ne pleuve pas. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα σου δανείσω το αυτοκίνητό μου, υπό τον όρο (or: την προϋπόθεση) να μην του κάνεις ούτε γρατζουνιά. |
απαραίτητη προϋπόθεση
Un permis est une condition nécessaire pour conduire. Η άδεια οδήγησης είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να οδηγεί κανείς. |
ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'essaie de me préparer pour mes examens de fin d'année lundi. Προσπαθώ να προετοιμαστώ για τις τελικές εξετάσεις της Δευτέρας. |
προετοιμάζομαι για να κάνω κτ, ετοιμάζομαι για να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Palmer se prépare pour jouer au match d'ouverture de la saison des Denver Bronco contre les Indianapolis Colts. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του condition στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του condition
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.