Τι σημαίνει το souffle στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης souffle στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του souffle στο Γαλλικά.
Η λέξη souffle στο Γαλλικά σημαίνει ανάσα, αναπνοή, σουφλέ, ανάσα, ανακατεμένος, φύσημα, ξεφύσημα, σφύριγμα, φύσημα, φυσητός, φύσημα του αέρα, φύσημα, ανάσα, φύσημα, ξεφύσημα, τσαφ-τσουφ, έκρηξη, έκπληκτος, κατάπληκτος, φυσάω, φυσώ, φυσώ, ξεφυσώ, εκπνέω, παίρνω ανάσα, παίρνω μια ανάσα, φυσώ, ξεφυσώ, φυσώ, δυναμώνω, φυσάω, παίζω, εκπνέω, αναπνέω, ανασαίνω, σβήνω φλόγα/κερί, σβήνω, κινούμαι, εκπνέω, σβήνω, κάνω κπ να τα δει όλα, κάνω ένα διάλειμμα, αναπνέω με δυσκολία, ανατινάζω, φύσημα, ξέπνοος, λαχανιασμένος, λαχανιασμένος, ποπκόρν, ποπ κορν, συναρπαστικά, που κόβει την ανάσα, που παίρνει την ανάσα, με πολύ δυνατό αέρα, με θυελλώδεις ανέμους, που τον έχουν κρατήσει, λαχανιασμένος, ξέπνοα, ταυτόχρονα, ψιθυριστά, με κομμένη την ανάσα, θύελλα, ανάσα, λαχάνιασμα, τελευταία πνοή, αέρας αλλαγής, ανάσα φρεσκάδας, ευπρόσδεκτη αλλαγή, ρεύμα αέρα, ρεύμα αέρα, puffed rice, ξελαχανιάζω, αναζωογονώ, ανανεώνω, συναρπαστικός, συγκλονιστικός, καινούρια ζωή, εντυπωσιακός, παίρνω μια κοφτή ανάσα, λέω κτ ξεψυχισμένα, καρδιακό φύσημα, απίστευτα, φοβερά, εκπληκτικά, ξεφύσημα, κόβω την ανάσα, λέω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης souffle
ανάσα, αναπνοή(expiration) (εκπνοή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son souffle fumait dans l'air froid. Η ανάσα (or: αναπνοή) του έμοιαζε με καπνό στον παγωμένο αέρα. |
σουφλέnom masculin (φαγητό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ανάσα(repos) (μεταφορικά: παίρνω μια) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il s'arrêta pour reprendre son souffle, puis reprit sa course. Σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα και μετά ξανάρχισε το τρέξιμο. |
ανακατεμένοςadjectif (par le vent) (από τον αέρα) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Les cheveux de Lindsey ont été soufflés par la tempête et ont fini tout frisés. Όταν μπήκε μέσα, τα μαλλιά της Λίντσεϋ ήταν ανακατεμένα και φριζαρισμένα από την καταιγίδα. |
φύσημα, ξεφύσημαnom masculin (son) (μηχανής) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le souffle du moteur fait trembler toute la voiture. |
σφύριγμα, φύσημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φυσητόςadjectif (verre) (γυαλί) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cette boutique est spécialisée dans les lampes en verre soufflé. Αυτό το κατάστημα ειδικεύεται σε λάμπες από φυσητό γυαλί. |
φύσημα του αέραnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φύσημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ανάσα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Après un coup aussi violent, le joueur de foot a eu le souffle coupé. Μετά το δυνατό χτύπημα, του ποδοσφαιριστή του κόπηκε η ανάσα. |
φύσημα, ξεφύσημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le lit gonflable s'est dégonflé en laissant échapper un souffle. |
τσαφ-τσουφnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
έκρηξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les mineurs coururent s'abriter au son de l'explosion. Οι εργάτες του ορυχείου έτρεξαν να κρυφτούν όταν άκουσαν τον ήχο της έκρηξης. |
έκπληκτος, κατάπληκτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Σας ευχαριστώ θερμά για τα πλουσιοπάροχα δώρα σας! Δεν έχω λόγια! |
φυσάω, φυσώverbe intransitif (vent) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le vent d'hiver souffle de l'ouest. Τον χειμώνα ο άνεμος φυσάει από τα δυτικά. |
φυσώ, ξεφυσώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Robert soufflait tandis qu'il grimpait la colline. |
εκπνέωverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παίρνω ανάσα, παίρνω μια ανάσαverbe intransitif (figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nous avons travaillé 24 heures sans même une pause pour souffler. |
φυσώ, ξεφυσώ(μηχανή) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je ne suis pas sûre de ce qui se passe avec cette voiture, mais le moteur souffle depuis quelques temps. |
φυσώverbe transitif (vent) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δυναμώνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φυσάωverbe transitif (du verre) (για γυαλί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίζωverbe intransitif (dans un instrument à vent) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le trompettiste souffle de toutes ses forces dans son instrument. |
εκπνέω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Maria expira lentement en regardant le bazar. |
αναπνέω, ανασαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σβήνω φλόγα/κερί(une bougie) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il faut éteindre les bougies avant d'aller au lit, pour ne pas mettre le feu. |
σβήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a éteint les bougies sur son gâteau d'anniversaire. Έσβησε τα κεράκια στην τούρτα γενεθλίων της. |
κινούμαι(για τραίνο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εκπνέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Carlos a allumé une cigarette et a rejeté la fumée par les narines. |
σβήνω(bougie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Assurez-vous de souffler (or: d'éteindre) les bougies avant de partir de la maison. |
κάνω κπ να τα δει όλαverbe transitif (familier : impressionner) (αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sophie a soufflé (or: épaté) tout le monde avec sa magnifique voix. Η Σόφι τους άφησε όλους άφωνους με την υπέροχη φωνή της. |
κάνω ένα διάλειμμα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναπνέω με δυσκολίαverbe intransitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Rob haletait suite à sa course. |
ανατινάζω(un immeuble) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'équipe de démolisseurs a prévu de faire sauter cet immeuble. Η ομάδα κατεδάφισης σχεδιάζει να ανατινάξει εκείνο το κτίριο. |
φύσημαnom masculin (ιατρική: στην καρδιά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le médecin dit que mon souffle au cœur n'est pas grave. Ο γιατρός λέει ότι το φύσημα που έχω στην καρδιά δεν είναι σοβαρό. |
ξέπνοος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Connie était essoufflée par sa course de 10 km. |
λαχανιασμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λαχανιασμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ποπκόρν, ποπ κορν
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Le pop-corn au cinéma coûte très cher de nos jours. Τώρα το ποπκόρν στο σινεμά είναι τόσο ακριβό! |
συναρπαστικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
που κόβει την ανάσα, που παίρνει την ανάσαlocution adjectivale (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La vue depuis le sommet du Sydney Harbor Bridge est à couper le souffle. Η θέα από την κορυφή της Γέφυρας του Λιμανιού του Σύνδεϋ είναι συγκλονιστική. |
με πολύ δυνατό αέρα, με θυελλώδεις ανέμους(journée) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Φυσούσε πολύ και παραλίγο να μου γυρίσει ανάποδα η ομπρέλα. |
που τον έχουν κρατήσειadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tout le monde retenait son souffle en attendant qu'Helen annonce le vainqueur. |
λαχανιασμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ξέπνοα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ταυτόχροναlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le Premier ministre nie le changement climatique et préconise la taxe carbone dans le même temps. |
ψιθυριστά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με κομμένη την ανάσαadverbe (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θύελλαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ce coup de vent empire. Η θύελλα δυναμώνει. Έχει θύελλα έξω! |
ανάσαnom masculin (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Αφού πήραμε όλοι μια ανάσα, ας επιστρέψουμε στη δουλειά! |
λαχάνιασμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Avoir le souffle court est peut-être signe d'une maladie des poumons ou d'emphysème. |
τελευταία πνοήnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dans un dernier soupir, il lui a souhaité une vie heureuse. |
αέρας αλλαγήςnom masculin (fig) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ανάσα φρεσκάδας, ευπρόσδεκτη αλλαγήnom masculin (figuré) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le nouveau directeur a apporté un peu d'air frais (or: un nouveau souffle). Ο ερχομός του νέου διευθυντή ήταν μια ευπρόσδεκτη αλλαγή. |
ρεύμα αέραnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il faut que je sorte dans le jardin, il n'y a pas le moindre souffle d'air dans cette pièce. |
ρεύμα αέραnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
puffed ricenom masculin (αφράτοι, τραγανοί κόκκοι ρυζιού) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ξελαχανιάζωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Après avoir monté 20 étages, il me fallut plusieurs minutes pour reprendre mon souffle. |
αναζωογονώ, ανανεώνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συναρπαστικός, συγκλονιστικόςlocution adjectivale (εμπειρία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le film est un voyage à couper le souffle à travers 200 ans d'histoire américaine. |
καινούρια ζωήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εντυπωσιακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παίρνω μια κοφτή ανάσαlocution verbale (par l'émotion) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Laura eut le souffle coupé quand elle vit sa nouvelle voiture. Η Λώρα πήρε μια κοφτή ανάσα όταν είδε το νέο της αυτοκίνητο. |
λέω κτ ξεψυχισμένα
Affaiblie par la maladie, Sarah parvint néanmoins à dire d'une voix haletante ses dernières volontés à son fils. |
καρδιακό φύσημαnom masculin |
απίστευτα, φοβερά, εκπληκτικά(beau) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ξεφύσημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nathan commençait à être fatigué et il avait le souffle court. |
κόβω την ανάσα(σε κάποιον άλλο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Après une telle course, le joueur de basket était essoufflé et essayait de reprendre sa respiration. New: Δέχτηκα ένα δυνατό χτύπημα στο στήθος και μου κόπηκε ανάσα. |
λέωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fred a dit à bout de souffle que quelqu'un venait d'essayer de le voler. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του souffle στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του souffle
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.