Τι σημαίνει το spirit level στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης spirit level στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του spirit level στο Αγγλικά.

Η λέξη spirit level στο Αγγλικά σημαίνει αλφάδι, επίπεδος, οριζόντιος, επίπεδος, στο ίδιο ύψος, επίπεδο, επίπεδο, ισιώνω, ισόπαλος, αμφίρροπος, κοφτός, ίσια, ευθεία, βαθμός, επίπεδα, αλφάδι, όροφος, επίπεδο, επίπεδο, επίπεδο, επίπεδο, ύψος, επίπεδο, ύψος, στοχεύω, ισιώνω, στοχεύω με κτ σε κπ, εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύω, κατεδαφίζω, ισοπεδώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης spirit level

αλφάδι

noun (device for determining a horizontal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επίπεδος

adjective (even, flat)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The surface of the shelf had a few bumps, so it wasn't completely level.
Η επιφάνεια του ραφιού είχε μερικά εξογκώματα, άρα δεν ήταν εντελώς επίπεδη.

οριζόντιος, επίπεδος

adjective (horizontal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You could tell that the pool table wasn't level by the way the balls rolled.
Μπορούσε να δει κανείς ότι το τραπέζι του μπιλιάρδου δεν ήταν οριζόντιο από τον τρόπο που κυλούσαν οι μπάλες.

στο ίδιο ύψος

adjective (at the same altitude)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The two planes were level.
Τα δύο αεροπλάνα πετούσαν στο ίδιο ύψος.

επίπεδο

noun (stage, degree)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Which level are you at in the computer game?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είμαι στην τελευταία πίστα του παιχνιδιού.

επίπεδο

noun (rank, order) (βαθμός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
What level has he reached in the hierarchy?
Τι επίπεδο έχει φτάσει στην ιεραρχία;

ισιώνω

transitive verb (make even, flat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They brought in a bulldozer to level the land around the house.
Έφεραν έναν εκσκαφέα για να ισιώσει (or: ισοπεδώσει) τη γη γύρω από το σπίτι.

ισόπαλος

adjective (equal, tied)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The two teams were level at halftime.
Οι δυο ομάδες ήταν ισόπαλες στο ημίχρονο.

αμφίρροπος

adjective (sport: with no clear leader)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It was all still level at halftime.
Τα πάντα ήταν αμφίρροπα στο ημίχρονο.

κοφτός

adjective (spoonful: flat, not heaped)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No, the recipe calls for a level teaspoon, not a rounded teaspoon of sugar.
Όχι, η συνταγή λέει μια κοφτή κουταλιά του γλυκού ζάχαρη και όχι γεμάτη.

ίσια, ευθεία

adverb (on an even plane)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The plane flew level for a few minutes, and then descended.
Το αεροπλάνο πέταξε ίσια για λίγα λεπτά και μετά άρχισε την κάθοδο.

βαθμός

noun (measure of quantity, degree)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There was a high level of hostility.
Υπήρχε μεγάλος βαθμός εχθρικότητας.

επίπεδα

noun (measurement of bodily fluid)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
His blood levels are good now, doctor.
Τα επίπεδα του αίματος είναι καλά τώρα, γιατρέ.

αλφάδι

noun (tool)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Melanie used a level to make sure that the table was flat.
Η Μέλανι χρησιμοποίησε ένα αλφάδι για να βεβαιωθεί ότι το τραπέζι ήταν επίπεδο.

όροφος

noun (floor or storey of building)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She lived on the third level.
Έμενε στον τρίτο όροφο.

επίπεδο

noun (flat surface)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You need to apply the concrete on the level.
Πρέπει να στρώσουμε μπετόν σ' αυτό το επίπεδο.

επίπεδο

noun (flat land)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The house needs to be built upon a level.
Το σπίτι πρέπει να χτιστεί σε επίπεδο (or: επίπεδη επιφάνεια).

επίπεδο

noun (fair, equal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This game is good because it forces everybody to play on the same level.
Αυτό το παιχνίδι είναι καλό γιατί υποχρεώνει τους παίκτες να παίζουν στην ίδια βάση.

επίπεδο, ύψος

noun (height)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
At that level, he should have a good view of the mountains.
Από αυτό το επίπεδο (or: ύψος), θα πρέπει να έχει πολύ καλή θέα στα βουνά.

επίπεδο, ύψος

noun (aircraft: altitude)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The aircraft were all flying at the same level.
Τα αεροπλάνα πετούσαν όλα στο ίδιο επίπεδο (or: ύψος).

στοχεύω

intransitive verb (aim: a weapon)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He took hold of his gun, looked at the enemy soldier and levelled.
Έπιασε το όπλο του, κοίταξε τον εχθρό και στόχευσε.

ισιώνω

transitive verb (position on the same level)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She levelled the three photo frames.
Ίσιωσε τις τρεις κορνίζες.

στοχεύω με κτ σε κπ

transitive verb (aim: a gun, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He levelled the gun at his hostage, then fired.
Σημάδεψε με το όπλο τον όμηρο και πυροβόλησε.

εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύω

transitive verb (figurative (direct: a criticism, an accusation) (μεταφορικά: κτ σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They levelled some terrible accusations against him.
Εκτόξευσαν ορισμένες φριχτές κατηγορίες εναντίον του.

κατεδαφίζω

transitive verb (remove, destroy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They levelled the old building to build a new one.
Κατεδάφισαν (or: Γκρέμισαν) το παλιό κτήριο για να χτίσουν ένα καινούριο.

ισοπεδώνω

transitive verb (person: knock down)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The skier was levelled when hit from behind by another skier.
Ο σκιέρ ισοπεδώθηκε όταν χτυπήθηκε από έναν άλλον σκιέρ.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του spirit level στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.