Τι σημαίνει το spit στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης spit στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του spit στο Αγγλικά.

Η λέξη spit στο Αγγλικά σημαίνει φτύνω, φτύνω, χλέπα, ροχάλα, σούβλα, τσιτσιρίζω, ψιχαλίζει, γλώσσα ξηράς, φτυστός, φτύνω, φτύνω, τρυπώ, σουβλίζω, φτύνω, βγάζω κάτι φτύνοντας, ξεστομίζω, λέω, φτύνω, βγάζω κάτι φτύνοντας, κάνω εμετό, ξερνάω, καλό καθάρισμα, πες το!, έχω κπ/κτ χεσμένο, πανάκι για το ρέψιμο, σαλιωμένο χαρτάκι, μπάλα την οποία έχει φτύσει και υγράνει ο αθλητής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης spit

φτύνω

intransitive verb (expel saliva)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The young man spat as he walked down the street.
Ο νεαρός άνδρας έφτυσε καθώς περπατούσε στον δρόμο.

φτύνω

intransitive verb (expel saliva while talking)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As she warmed to her subject, Tina began to speak faster and spit on anyone unfortunate enough to be near her.
Καθώς έμπαινε στο πνεύμα το θέματος, η Τίνα άρχισε να μιλά γρηγορότερα και έφτυνε οποιονδήποτε άτυχο ήταν κοντά της.

χλέπα, ροχάλα

noun (uncountable (saliva) (αργκό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The young man's spit flew through the air and hit the pavement.
Το σάλιο του νεαρού άνδρα πέταξε στον αέρα και έπεσε στο πεζοδρόμιο.

σούβλα

noun (rod for roasting meat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
At our local village fete, they roast a whole cow on a spit.
Στο τοπικό πανηγύρι του χωριού μας, ψήνουν μια ολόκληρη αγελάδα στη σούβλα.

τσιτσιρίζω

intransitive verb (food: sizzle) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The sausages were spitting in the pan.
Τα λουκάνικα τσιτσίριζαν στο τηγάνι.

ψιχαλίζει

intransitive verb (rain lightly)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
It's not really raining yet, but it's spitting; you'd better take an umbrella just in case.
Δεν βρέχει ακόμη πραγματικά, αλλά ψιχαλίζει. Καλύτερα να πάρεις μια ομπρέλα καλού κακού.

γλώσσα ξηράς

noun (geography: thin landform) (από άμμο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φτυστός

noun (mainly UK, informal (spitting image) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That girl is the spit of her mother!
Αυτό το κορίτσι είναι φτυστό η μητέρα του!

φτύνω

transitive verb (figurative (say angrily) (μεταφορικά: λέξη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"I hate you!" she spat.

φτύνω

transitive verb (expel from mouth)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The food was awful and Pippa spat it discreetly into her napkin.

τρυπώ

transitive verb (pierce, impale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The jouster spitted his rival on his lance.

σουβλίζω

transitive verb (thrust roasting rod into)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Spit the meat, then suspend it over the flames.

φτύνω, βγάζω κάτι φτύνοντας

phrasal verb, transitive, separable (eject by spitting) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His mother made him spit out the gum so he wouldn't swallow it.
Η μητέρα του τον ανάγκασε να φτύσει την τσίχλα για να μην την καταπιεί.

ξεστομίζω, λέω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (bring yourself to say) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He knew she would spit out the truth sooner or later.
Ήξερε ότι θα πει την αλήθεια αργά η γρήγορα.

φτύνω, βγάζω κάτι φτύνοντας

phrasal verb, transitive, separable (informal (produce by spitting)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He was spitting up blood so I called the doctor.
Έφτυνε αίμα και γι'αυτό κάλεσα τον γιατρό.

κάνω εμετό, ξερνάω

phrasal verb, intransitive (informal (vomit) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Put this cloth on your shoulder in case the baby spits up.
Βάλε αυτό το πανί στον ώμο σου σε περίπτωση που το μωρό κάνει εμετό.

καλό καθάρισμα

noun (informal (grooming)

The young recruit was required to give his uniform a spit and polish daily.

πες το!

interjection (slang (say it) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
How on earth did you get that black eye? Come on, spit it out!

έχω κπ/κτ χεσμένο

(figurative (feel contempt for) (μεταφορικά, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I spit on your stupid class system.

πανάκι για το ρέψιμο

noun (to catch baby's vomit)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σαλιωμένο χαρτάκι

noun (paper chewed and spat) (παιχνίδι με φυσοκάλαμο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μπάλα την οποία έχει φτύσει και υγράνει ο αθλητής

noun (baseball: ball dampened with spit) (μπέιζμπολ: παράβαση)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του spit στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του spit

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.