Τι σημαίνει το spirit στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης spirit στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του spirit στο Αγγλικά.

Η λέξη spirit στο Αγγλικά σημαίνει πνεύμα, πνεύμα, πνεύμα, αποφασιστικότητα, διάθεση, αλκοολούχο, οινοπνευματώδες, ατμόσφαιρα, πνεύμα, πνεύμα, αρπάζω, κακό πνεύμα, σύντροφος, ελεύθερο πνεύμα, γεμάτος ζωντάνια, ευγενική ψυχή, Άγιο Πνεύμα, ανθρώπινο πνεύμα, αδερφή ψυχή, ομοΐδεάτης, αλφάδι, αγάπη για το σχολείο, πνευματικός οδηγός, αλφάδι, ο κόσμος των πνευμάτων, ομαδικό πνεύμα, η σαρξ ασθενής, πνεύμα του δέντρου, πιστός στην ουσία, ελαφρό πετρέλαιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης spirit

πνεύμα

noun (soul)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Only in the movies can you see somebody's spirit leaving their body.
Μόνο στις ταινίες βλέπεις τη ψυχή κάποιου να βγαίνει απ' το σώμα του.

πνεύμα

noun (essential nature of [sth])

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sometimes it is better to obey the spirit, rather than the letter, of the law.
Μερικές φορές είναι καλύτερα να υπακούς στο πνεύμα και όχι στο γράμμα του νόμου.

πνεύμα

noun (ghost)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They say that the house is haunted by the dead girl's spirit.
Λένε πως το σπίτι είναι στοιχειωμένο από το πνεύμα του νεκρού κοριτσιού.

αποφασιστικότητα

noun (enthusiasm, determination)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When you knew about everything the businesswoman had overcome to achieve success, you had to admire her spirit.
Όταν μάθαινες τι εμπόδια χρειάστηκε να ξεπεράσει η επιχειρηματίας για να πετύχει δεν μπορούσες παρά να θαυμάσεις την αποφασιστικότητά της.

διάθεση

plural noun (mood, morale)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was in good spirits after passing his exam.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δεν έχω κέφι για σινεμά απόψε.

αλκοολούχο, οινοπνευματώδες

plural noun (formal (alcohol: distilled liquor) (μεγάλη περιεκτικότητα σε αλκοόλ)

Spirits are taxed more heavily than beer or wine in many US states.
Τα βαριά αλκοολούχα (or: οινοπνευματώδη) φορολογούνται περισσότερο από την μπίρα ή το κρασί σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ.

ατμόσφαιρα

noun (prevailing atmosphere)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The whole spirit of the meeting was negative, in my opinion.
Το όλο πνεύμα της συνάντησης ήταν αρνητικό, κατά τη γνώμη μου.

πνεύμα

noun (historical mood, style)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The spirit of revolution was in the air.

πνεύμα

noun (intent, real meaning)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The president's actions were legal but went against the spirit of the law.

αρπάζω

phrasal verb, transitive, separable (carry off, sneak away)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κακό πνεύμα

noun (malevolent ghost)

They say that Hill House is haunted by an evil spirit, but I don't believe in such things.

σύντροφος

noun (witch's companion)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
A cat is often portrayed as a witch's familiar.
Οι γάτες παρουσιάζονται συχνά ως σύντροφοι των μαγισσών.

ελεύθερο πνεύμα

noun (non-conformist)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She's a free spirit: she wears what she likes, does what she likes, and doesn't care what anybody thinks.

γεμάτος ζωντάνια

adjective (eager, full of vitality)

She is a brave little girl, so full of spirit and optimism.

ευγενική ψυχή

noun (kind or sweet person) (άτομο: ευγενής)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Άγιο Πνεύμα

noun (Christian trinity: Holy Ghost)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Holy Spirit is the third person in the Christian Trinity.

ανθρώπινο πνεύμα

noun (will or inner strength)

αδερφή ψυχή, ομοΐδεάτης

noun (likeminded person)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
John found a kindred spirit in Rebecca, who loved horses as much as he did.

αλφάδι

noun (tool)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Melanie used a level to make sure that the table was flat.
Η Μέλανι χρησιμοποίησε ένα αλφάδι για να βεβαιωθεί ότι το τραπέζι ήταν επίπεδο.

αγάπη για το σχολείο

noun (emotional investment in one's school) (στο οποίο φοιτά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πνευματικός οδηγός

noun (type of mystical guardian)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

αλφάδι

noun (device for determining a horizontal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ο κόσμος των πνευμάτων

noun (supernatural dimension)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
They all believed that their ancestors still existed in a spirit world.

ομαδικό πνεύμα

noun (camaraderie, esprit de corps)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

η σαρξ ασθενής

expression (figurative, Biblical (we often yield to temptation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ο μεν νους πρόθυμος, ο δε σαρξ ασθενής.

πνεύμα του δέντρου

noun (folklore: supernatural being)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιστός στην ουσία

adjective (in keeping with [sth])

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I think his interpretation of the song was true to the spirit of the original.

ελαφρό πετρέλαιο

noun (UK (solvent)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του spirit στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του spirit

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.