Τι σημαίνει το started στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης started στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του started στο Αγγλικά.
Η λέξη started στο Αγγλικά σημαίνει αρχίζω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινώ, εκκίνηση, έναρξη, ξάφνιασμα, αφετηρία, ξεκίνημα, ξεκίνημα, ξεκινάω, ξεκινώ, τινάζομαι, ξεκινάω, ξεκινώ, πετάγομαι, βγαίνω, παίζω, αρχίζω, ξεκινάω, αρχίζω, ξεκινάω, κάνω, βάζω βασικό, αρχίζω να κυνηγάω κπ/κτ, ξεκινώ, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινάω με κτ, ξεκινώ με κτ, ξεκινώ επίθεση, ξεκινώ συζήτηση/να μιλάω για, ξεκινάω, ξεκινώ, ξεκινάω, ξεκινώ, ξανάρχίζω, αρχίζω ξανά, βάζω μπροστά, βάζω μπρος, ξεκινώ, ανοίγω, ιδρύω, ξεκινώ, αρχίζω, ιδρύομαι, δημιουργούμαι, συστήνομαι, ξαναξεκινάω, χτυπάει καμπανάκι, στην αρχή, βάζω μπρος με καλώδια, πρωινό ξεκίνημα, ξεκινάω νωρίς, άκυρη εκκίνηση, καλή αρχή, στιγμιαία εκκίνηση, γρήγορη εκκίνηση, καλή αρχή, για αρχή, νέα αρχή, από την αρχή μέχρι το τέλος, εξ αρχής, κάνω καλή αρχή, ξεκινώ με καλό τρόπο, ξεκινώ, αρχίζω, προβάδισμα, πλεονέκτημα, βάζω μπροστά με καλώδια, βάζω μπρος, κάνω κτ να ανακάμψει, ώθηση, κάνω μια αρχή, προβάδισμα, πλεονέκτημα, ομαλό ξεκίνημα, εκκίνηση από όρθια θέση, ξεκινώ από την αρχή, αρχίζω από την αρχή, ξεκινώ κτ από την αρχή, αρχίζω κτ από την αρχή, παίρνω τον δρόμο της επιστροφής, ξεκινώ κτ κάνοντας κτ, αρχίζω κτ κάνοντας κτ, ξεκινάω κτ με κτ, ξεκινώ κτ με κτ, κινώ διαδικασίες, επανεκκινώ, επανενεργοποιώ, αρρυθμικός, εκκίνηση, εκκίνηση, νεοφυής επιχείρηση, αρχικός, νεοφυής επιχείρηση, απότομα, ξαφνικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης started
αρχίζω, ξεκινώintransitive verb (begin) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We're waiting for the movie to start. Περιμένουμε να αρχίσει (or: ξεκινήσει) η ταινία. |
αρχίζωverbal expression (begin doing) (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) When she stroked the cat, she started sneezing. Όταν χάιδεψε τη γάτα, άρχισε να φτερνίζεται. |
ξεκινώ, αρχίζωtransitive verb (begin) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The chairman started the meeting. |
ξεκινώtransitive verb (machine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Start the car. It's time we left. Βάλε μπρος το αυτοκίνητο, είναι ώρα να φεύγουμε. |
εκκίνηση, έναρξηnoun (beginning) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Get ready for the start of the race. Ετοιμαστείτε για την εκκίνηση του αγώνα. |
ξάφνιασμαnoun (startle) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) His start when he heard the news didn't seem very genuine to me; I think he already knew. Το ξάφνιασμά του όταν έμαθε τα νέα δεν μου φάνηκε και πολύ αληθινό. Νομίζω ότι το ήξερε ήδη. |
αφετηρίαnoun (starting place) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The cars are waiting at the start. |
ξεκίνημαnoun (lead, advantage) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Number twelve is off to a good start. Το νούμερο δώδεκα έχει κάνει καλό ξεκίνημα. |
ξεκίνημαnoun (beginnings: in life or business) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mr. Simon gave me my start in this business. Το ξεκίνημά μου σε αυτό τον κλάδο ήταν χάρη στον κ. Σάιμον. |
ξεκινάω, ξεκινώintransitive verb (set out) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The family started for home. |
τινάζομαιintransitive verb (jerk) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She started at the loud noise. |
ξεκινάω, ξεκινώintransitive verb (come into action) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) My car wouldn't start. |
πετάγομαι, βγαίνωintransitive verb (protrude) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Her eyes started from their sockets at the news. Όταν έμαθε τα νέα γούρλωσε τα μάτια της. |
παίζωintransitive verb (participate in an event) (αθλητισμός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The rookie hopes to start in the big game. |
αρχίζω, ξεκινάωintransitive verb (have as lowest level) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Houses prices here start at around $200,000. |
αρχίζω, ξεκινάωtransitive verb (establish) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My grandfather started the family business. |
κάνωtransitive verb (cause to do [sth]) (κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Your words started me thinking. Τα λόγια σου με έκαναν να σκεφτώ. |
βάζω βασικόtransitive verb (sports: select [sb] to perform) (παίκτης) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The manager started his best pitcher. Ο προπονητής ξεκίνησε τον καλύτερο ρίπτη του. |
αρχίζω να κυνηγάω κπ/κτphrasal verb, transitive, inseparable (begin chasing [sb/sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεκινώphrasal verb, intransitive (informal (begin, commence) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεκινώ, αρχίζωphrasal verb, intransitive (begin [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The marathon runner started off at a slow pace. |
ξεκινώ, αρχίζωphrasal verb, transitive, separable (cause to begin) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom and Stan had a big row today; I'm not sure what started it off. Ο Τομ και ο Σταν είχαν έναν έντονο καυγά σήμερα. Δεν ξέρω τι τον ξεκίνησε. |
ξεκινάω με κτ, ξεκινώ με κτ(informal (begin with) I think I will start off with an appetizer and then have a main dish. |
ξεκινώ επίθεσηphrasal verb, transitive, inseparable (informal (begin attacking) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She started on carving the turkey with a vengeance. |
ξεκινώ συζήτηση/να μιλάω γιαphrasal verb, transitive, inseparable (informal (begin talking about) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She started on again about her boyfriend, I'm tired of listening. |
ξεκινάω, ξεκινώphrasal verb, intransitive (begin career) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) His father owned the company so he didn't have to start out in the mail room. Ο πατέρας του ήταν ο ιδιοκτήτης της εταιρείας και έτσι δεν χρειαζόταν να ξεκινήσει από την αίθουσα της αλληλογραφίας. |
ξεκινάω, ξεκινώphrasal verb, intransitive (begin) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Let's start out by introducing ourselves. Ας ξεκινήσουμε με τις συστάσεις. |
ξανάρχίζω, αρχίζω ξανάphrasal verb, intransitive (begin again) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If it doesn't look good when you finish, you need to start over -- do it again. Εάν δεν δείχνει καλό όταν τελειώσεις, θα πρέπει να το ξαναρχίσεις. Καν' το ξανά. |
βάζω μπροστά, βάζω μπροςphrasal verb, transitive, separable (machine: switch on) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Start up your computer and log in to the network. Βάλε μπροστά τον υπολογιστή σου και συνδέσου στο δίκτυο. |
ξεκινώ, ανοίγω, ιδρύωphrasal verb, transitive, separable (business: open, form) (για επιχειρήσεις) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Melissa has started up a business from her home. Η Μελίσα ξεκίνησε μια επιχείρηση από το σπίτι της. |
ξεκινώ, αρχίζωphrasal verb, transitive, separable (project: initiate) (για έργα, σχέδια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ιδρύομαι, δημιουργούμαι, συστήνομαιphrasal verb, intransitive (new business: begin operating) (εταιρεία) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A new company is starting up in the area and they want to recruit local people. Ιδρύεται καινούργια εταιρεία στην περιοχή. Οι υπεύθυνοι επιθυμούν να προσλάβουν ντόπιο πληθυσμό. |
ξαναξεκινάω(recommence) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) After ten minutes, the motor started up again. |
χτυπάει καμπανάκιexpression (figurative, informal (you have misgivings about [sth]) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στην αρχήexpression (when [sth] begins) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) At the start, learning to drive can be difficult. |
βάζω μπρος με καλώδιαverbal expression (way to start a vehicle's engine) (όχημα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρωινό ξεκίνημαnoun (rising early in the morning) We got up at 4:00 AM so that we could get an early start and beat the traffic. |
ξεκινάω νωρίςnoun (beginning before scheduled time) I went into work at eight so that I could get an early start. |
άκυρη εκκίνησηnoun (in a race) (σε αγώνα) |
καλή αρχήnoun (informal (good start) |
στιγμιαία εκκίνηση, γρήγορη εκκίνησηnoun (race: rapid beginning) (σε αγώνες) |
καλή αρχήnoun (figurative (favorable beginning) |
για αρχήadverb (informal (to begin with, in the first place) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) We'll take names and phone numbers for a start, then later on we can get more details. |
νέα αρχήnoun (chance to begin anew) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The child was moved to a different school to give him a fresh start. |
από την αρχή μέχρι το τέλοςadverb (all the way through) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He won the race, having been in the lead from start to finish. |
εξ αρχήςexpression (since the beginning) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
κάνω καλή αρχή, ξεκινώ με καλό τρόποverbal expression (informal (begin well) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Our new employee has gotten off to a good start. |
ξεκινώ, αρχίζωverbal expression (figurative (initiate [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προβάδισμαnoun (race: starting ahead) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My little sister runs slowly, so I give her a head start. |
πλεονέκτημαnoun (figurative (advantage) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) His parents' wealth gave him a head start in life. |
βάζω μπροστά με καλώδιαtransitive verb (vehicle: start with jumper cables) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βάζω μπροςtransitive verb (motorcycle: start up) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω κτ να ανακάμψειtransitive verb (figurative (prompt, boost) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ώθησηnoun (figurative (prompt, boost) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κάνω μια αρχήverbal expression (begin) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προβάδισμα, πλεονέκτημαnoun (figurative (initial advantage) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Because Mason knew the new job was going to be posted today, he had a running start on the other candidates. |
ομαλό ξεκίνημαnoun (informal (easy or unproblematic beginning) |
εκκίνηση από όρθια θέσηnoun (from standing position) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The runners set off from a standing start. |
ξεκινώ από την αρχή, αρχίζω από την αρχή(begin again) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεκινώ κτ από την αρχή, αρχίζω κτ από την αρχή(begin again) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω τον δρόμο της επιστροφής(begin to return) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It will only take us half an hour to walk home, but it's getting dark, so maybe we'd better start back. |
ξεκινώ κτ κάνοντας κτ, αρχίζω κτ κάνοντας κτverbal expression (do first) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεκινάω κτ με κτ, ξεκινώ κτ με κτverbal expression (informal (begin with) I like to start my day off with a three-mile run. |
κινώ διαδικασίεςverbal expression (initiate legal action) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επανεκκινώ, επανενεργοποιώverbal expression (machine: reactivate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αρρυθμικόςadjective (erratic) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εκκίνησηnoun (computing: switching on) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You should check which programs run automatically at startup. |
εκκίνησηnoun (machine: activation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The machine makes an odd sound on startup. |
νεοφυής επιχείρησηnoun (new business) Kirsten quit her job at a software company to join a startup. Most start-up businesses fail within the first two years. |
αρχικόςnoun as adjective (relating to starting) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The entrepreneurs arranged a meeting with the bank to secure their startup capital. |
νεοφυής επιχείρησηnoun as adjective (new business) |
απότομα, ξαφνικάadverb (with a surprised jolt or jump) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του started στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του started
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.