Τι σημαίνει το starting στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης starting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του starting στο Αγγλικά.
Η λέξη starting στο Αγγλικά σημαίνει της αρχής, της έναρξης, αρχίζω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινώ, εκκίνηση, έναρξη, ξάφνιασμα, αφετηρία, ξεκίνημα, ξεκίνημα, ξεκινάω, ξεκινώ, τινάζομαι, ξεκινάω, ξεκινώ, πετάγομαι, βγαίνω, παίζω, αρχίζω, ξεκινάω, αρχίζω, ξεκινάω, κάνω, βάζω βασικό, βατήρας εκκίνησης, από, χώρος/περιοχή εκκίνησης, γραμμή εκκίνησης, αρχή, αρχικό σημείο, πρώτος μισθός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης starting
της αρχής, της έναρξηςadjective (beginning) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The negotiators clearly outlined their starting position. |
αρχίζω, ξεκινώintransitive verb (begin) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We're waiting for the movie to start. Περιμένουμε να αρχίσει (or: ξεκινήσει) η ταινία. |
αρχίζωverbal expression (begin doing) (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) When she stroked the cat, she started sneezing. Όταν χάιδεψε τη γάτα, άρχισε να φτερνίζεται. |
ξεκινώ, αρχίζωtransitive verb (begin) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The chairman started the meeting. |
ξεκινώtransitive verb (machine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Start the car. It's time we left. Βάλε μπρος το αυτοκίνητο, είναι ώρα να φεύγουμε. |
εκκίνηση, έναρξηnoun (beginning) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Get ready for the start of the race. Ετοιμαστείτε για την εκκίνηση του αγώνα. |
ξάφνιασμαnoun (startle) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) His start when he heard the news didn't seem very genuine to me; I think he already knew. Το ξάφνιασμά του όταν έμαθε τα νέα δεν μου φάνηκε και πολύ αληθινό. Νομίζω ότι το ήξερε ήδη. |
αφετηρίαnoun (starting place) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The cars are waiting at the start. |
ξεκίνημαnoun (lead, advantage) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Number twelve is off to a good start. Το νούμερο δώδεκα έχει κάνει καλό ξεκίνημα. |
ξεκίνημαnoun (beginnings: in life or business) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mr. Simon gave me my start in this business. Το ξεκίνημά μου σε αυτό τον κλάδο ήταν χάρη στον κ. Σάιμον. |
ξεκινάω, ξεκινώintransitive verb (set out) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The family started for home. |
τινάζομαιintransitive verb (jerk) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She started at the loud noise. |
ξεκινάω, ξεκινώintransitive verb (come into action) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) My car wouldn't start. |
πετάγομαι, βγαίνωintransitive verb (protrude) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Her eyes started from their sockets at the news. Όταν έμαθε τα νέα γούρλωσε τα μάτια της. |
παίζωintransitive verb (participate in an event) (αθλητισμός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The rookie hopes to start in the big game. |
αρχίζω, ξεκινάωintransitive verb (have as lowest level) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Houses prices here start at around $200,000. |
αρχίζω, ξεκινάωtransitive verb (establish) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My grandfather started the family business. |
κάνωtransitive verb (cause to do [sth]) (κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Your words started me thinking. Τα λόγια σου με έκαναν να σκεφτώ. |
βάζω βασικόtransitive verb (sports: select [sb] to perform) (παίκτης) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The manager started his best pitcher. Ο προπονητής ξεκίνησε τον καλύτερο ρίπτη του. |
βατήρας εκκίνησηςnoun (athletics: foot-positioning device) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
απόpreposition (as of) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Από αύριο το κατάστημα θα κλείνει τα Σάββατα. |
χώρος/περιοχή εκκίνησηςnoun (area marked as start of a race) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γραμμή εκκίνησηςnoun (marking at beginning of a race) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Over 1000 runners are expected at the starting line of tomorrow's marathon. |
αρχή, αρχικό σημείοnoun (place where [sth] begins) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sarajevo was the starting point of the First World War. |
πρώτος μισθόςnoun (wages when starting job) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του starting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του starting
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.