Τι σημαίνει το starring στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης starring στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του starring στο Αγγλικά.

Η λέξη starring στο Αγγλικά σημαίνει με πρωταγωνιστή τον, αστέρι, αστέρι, αστερίσκος, βάζω αστερίσκο, πρωταγωνιστώ, καλύτερος, πρώτος, πρωταγωνιστής, πρωταγωνίστρια, πεπρωμένο, αστέρι, αστέρι, αστέρι, αστέρι, διακοσμώ με αστέρια, έχω πρωταγωνιστή, έχω πρωταγωνίστρια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης starring

με πρωταγωνιστή τον

preposition (featuring in a lead role)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We watched a movie about a pool player starring Paul Newman.

αστέρι

noun (celestial body) (φυσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Sun is one of many stars.
Ο Ήλιος είναι ένα από τα πολλά αστέρια.

αστέρι

noun (celebrity)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She is a big Hollywood star.
Είναι ένας μεγάλος σταρ του Χόλιγουντ.

αστερίσκος

noun (asterisk)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
To speak to an operator, press star.
Για να μιλήσετε σε κάποιον υπάλληλο, πιέστε τον αστερίσκο.

βάζω αστερίσκο

transitive verb (mark with an asterisk)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The teacher starred the correct answers.
Ο δάσκαλος έβαλε αστερίσκο στις σωστές απαντήσεις.

πρωταγωνιστώ

(play a leading role) (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The famous actress stars in a new drama.
Η διάσημη ηθοποιός πρωταγωνιστεί σε μια νέα δραματική ταινία.

καλύτερος, πρώτος

adjective (excellent, finest)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She is the star pupil in the class.
Είναι το αστέρι της τάξης.

πρωταγωνιστής, πρωταγωνίστρια

noun (main performer)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Our daughter is the star of the show.

πεπρωμένο

noun (figurative (destiny)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Go to the city and follow your star.

αστέρι

noun (geometric figure) (σχήμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The artists traced a star on the canvas.

αστέρι

noun (prominent person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Duane is the star of the sales team.

αστέρι

noun (military decoration)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That general has four stars.

αστέρι

noun (award, rating)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This restaurant has two Michelin stars. In London, we stayed in a five-star hotel.

διακοσμώ με αστέρια

transitive verb (set with stars)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The students starred their art projects.

έχω πρωταγωνιστή, έχω πρωταγωνίστρια

transitive verb (feature: a performer)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The new movie stars my favourite actor.
Στη νέα ταινία πρωταγωνιστεί ο αγαπημένος μου ηθοποιός.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του starring στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του starring

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.