Τι σημαίνει το off στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης off στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του off στο Αγγλικά.
Η λέξη off στο Αγγλικά σημαίνει από, -, μακριά, -, εκτός, λανθασμένος, σβησμένος, τελειώνω με κτ, περίεργα, χαλασμένος, εκτός, δεν ισχύω, χαμηλός, απομακρυσμένος, άστοχος, ξεκινάω, φεύγω, πάω, μέχρι να περάσει, μακριά, μακριά, φθηνότερα, πέφτω, λήγω, σταματάω, τελειώνω, εντελώς, πλήρως, τελείως, γρήγορα, αμέσως, στα ανοιχτά, ρεπό, φύγε, μακριά, ξουτ, off, όχι πια δεμένος, όχι πια σε, κοντά σε, χωρίς, έξω από, εκτός, απέχω από, από, από, στα ανοιχτά του, πουλώ σε πλειστηριασμό, πουλώ σε δημοπρασία, αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, φεύγω, μαλακίζομαι, την παίζω σε κπ, τον παίζω σε κπ, αρνούμαι, αρνούμαι, αρνούμαι, κάνω ούγια, κάνω ούγια, κόβω κομμάτι δαγκώνοντας, εκτοξεύομαι, απομακρύνω, εξάγω, μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσω, κλάνω, γειώνω, ακυρώνω, ακυρώνω, γιουχάρω, αποκλίνω, απομακρύνομαι, παρεκκλίνω, εκφεύγω, ξεφεύγω, σπάω, κόβω, διαλύω, καταφέρνω, επιτυγχάνω, τσαντίζω, ροδίζω, στέλνω, αψηφώ, απαξιώ, ρίχνω, φύγε, χάσου, στα τσακίδια, στο διάολο, την κάνω, ξεκινώ το παιχνίδι με τις αντίπαλες ομάδες σε παράταξη αντιπαράθεσης, ξεκάνω, βγάζω από την μέση, κάνω κοπάνα, κάνω κοπάνα από κτ, καίω, χρησιμοποιώ, εξαντλώ, αφαιρώ με φωτιά, εξαγοράζω, φεύγω, την κάνω, του δίνω, ακυρώνω, ματαιώνω, τελειώνω, απάγω, υποστηρίζω, βάζω πλώρη, βγάζω τις θηλιές από τη βελόνα, κλείνω, ελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι από, βγαίνω από τη γραμμή, γίνομαι καπνός, τικάρω, μαρκάρω, εκνευρίζω, νευριάζω, ξεφλουδίζω, ξύνω, γδέρνω με σμίλη, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, εμποδίζω, περιορίζω, σόι πάει το βασίλειο, μακριά, μακριά, στο μέλλον, μελλοντικά, σε άσχημη οικονομική κατάσταση, σε άσχημη οικονομική κατάσταση, διαγωνισμός ψησίματος, ξεπλύνομαι, αποκρούω, διώχνω, αποκρούω, τρέχω, σε καλύτερη οικονομική κατάσταση, καλύτερα, οι πιο πλούσιοι, οι πλουσιότεροι, τελείωμα, του τελειώματος, απλώνω τα πόδια μου πέρα από το πάπλωμά μου, εκτόξευση, δυναμικό ξεκίνημα, με παίρνει ο αέρας, ξεσκονίζω, κάνω τράκα κτ από κπ, βράζω κτ μέχρι να εξατμιστεί, φεύγω γρήγορα, διώχνω κπ γιουχάροντάς τον, κάνω κτ να αναπηδήσει, αναπηδάω, αναπηδώ, κάνω γκελ, αντανακλώμαι, ρίχνω, τελειώνω μία σχέση, τσαντισμένος, σκουπίζω, σκουπίζω, φύγε, χάσου, στα τσακίδια, στο διάολο, κάνω τράκα κτ από κπ, φεύγω, εξατμίζω, διαλύομαι, φεύγω, την κάνω, του δίνω, ζητιανεύω κτ από κπ, καταφέρνω, υποστηρίζω, από δεύτερο χέρι, πιάνω κπ απροετοίμαστο, επισφάλεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης off
απόpreposition (away or down from, not on) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) The glass fell off the table. Το ποτήρι έπεσε από το τραπέζι. |
-preposition (no longer enclosing) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) The lid was off the jar of mustard. Το καπάκι είχε βγει από βάζο της μουστάρδας. |
μακριάadverb (in the future) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sexual equality is still many years off. Η ισότητα των φύλων απέχει πολλά χρόνια ακόμα. |
-adverb (setting: not in operation) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) After finishing cooking, he turned the stove off. Όταν τελείωσε το μαγείρεμα, έσβησε το φούρνο. |
εκτόςpreposition (away from: work) I'm afraid you can't see the manager as he's off work today. Λυπάμαι, αλλά δεν μπορείτε να δείτε σήμερα το διευθυντή, γιατί είναι εκτός γραφείου. |
λανθασμένοςadjective (inaccurate) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) His calculations were off by a hundred. I'm not sure what you've done here, but it looks off to me. Δεν είμαι σίγουρη τι κάνεις εδώ, αλλά μου φαίνεται λάθος. |
σβησμένοςadjective (not switched on) (συσκευές, φώτα) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) He couldn't see well because the light was off. Δεν μπορούσε να δει καλά επειδή το φως ήταν σβηστό. |
τελειώνω με κτ(no longer using) Are you off the phone yet? Τελείωσες με το τηλέφωνο επιτέλους; |
περίεργαadjective (not quite normal) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He felt off that day. It must have been what he ate for dinner the night before. |
χαλασμένοςadjective (informal (food: not fresh) (τρόφιμο) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) This fruit smells a little off. Perhaps it's fermented. Το φρούτο μυρίζει λίγο περίεργα. Ίσως έχει μουχλιάσει. |
εκτόςadjective (below usual standard) (καθομιλουμένη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Compared with her usual style, her singing seemed a little off at last night's recital. |
δεν ισχύωadjective (out of effect) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The insurance policy coverage is off as of next week. |
χαμηλόςadjective (at lower activity level) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Travel is cheaper in the off season. Τα ταξίδια είναι φτηνότερα εκτός σεζόν. |
απομακρυσμένοςadjective (farther, away) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) The village is off a little - beyond the hills. |
άστοχοςadjective (informal (poorly aimed) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The basketball player's shot was off, and he was taken out of the game. |
ξεκινάωadjective (sport: having started) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) And they're off! |
φεύγω, πάωadjective (informal (going) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I'm off now. See you later. |
μέχρι να περάσειadverb (used in expressions (to get rid of [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He walked off the pain in his leg and went back into the game. Περπάτησε μέχρι να περάσει ο πόνος στο πόδι του κια ξαναμπήκε στον αγώνα. |
μακριάadverb (used in expressions (away from) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He ran off into the forest to escape the police. She walked off without telling us where she was going. |
μακριάadverb (distant, far) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He could see the mountain off in the distance. |
φθηνότεραadverb (used in expressions (at a discount) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The stereos were being sold at 30% off. Τα στερεοφωνικά πουλιούνται 30% μείον. |
πέφτωadverb (used in expressions (electricity: disconnected) (μεταφορικά: δίκτυο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) When there is a storm, the power goes off. |
λήγω, σταματάω, τελειώνωadverb (discontinued) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The clearance sale is off after the close of business tomorrow. |
εντελώς, πλήρως, τελείωςadverb (used in expressions (completely) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He paid off the loan in only three years. There's only a drop of wine left; you may as well finish it off. |
γρήγορα, αμέσωςadverb (used in expressions (speedily) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) You ought to dash off a condolence note to the widow. |
στα ανοιχτάadverb (used in expressions (nautical: away from land) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) They sailed off into the ocean. |
ρεπόadverb (time, day: away from work) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Can I please take the day off tomorrow? |
φύγε, μακριά, ξουτinterjection (Go away!) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Off, damned mosquito! |
offnoun (machinery, device: off button) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Press 'off' to stop the machine. Πιέστε “κλειστόν” για να σταματήσετε τη μηχανή. |
όχι πια δεμένοςpreposition (no longer attached to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The kite is off the string, and flying freely in the wind. |
όχι πια σεpreposition (no longer on top of) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The cloth is off the table, revealing many scratches in the wood. |
κοντά σεpreposition (close to) The restaurant is just off the highway. |
χωρίςpreposition (no longer supported by) She is off government assistance now. |
έξω απόpreposition (deviating from) Off the normal route, he discovered new restaurants. |
εκτόςpreposition (away from) I'm off school all next week. |
απέχω απόpreposition (slang (abstaining from) I'm off sweets now, as I'm trying to lose weight. |
απόpreposition (UK, informal (from) I got the diamonds off him at a good price. |
απόpreposition (down and away from) The lid fell off of the jar, and onto the floor. |
στα ανοιχτά τουpreposition (nautical: seaward) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Monhegan Island is off the Pemaquid Peninsula on the coast of Maine. |
πουλώ σε πλειστηριασμό, πουλώ σε δημοπρασίαphrasal verb, transitive, separable (sell at an auction) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) To settle the bankrupts' debt, they are going to auction off all of his belongings. |
αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαιphrasal verb, intransitive (withdraw, retreat) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The guys backed off when they saw the police coming. Οι τύποι αποχώρησαν (or: αποτραβήχτηκαν), όταν είδα ότι έρχεται η αστυνομία. |
φεύγωphrasal verb, intransitive (informal (leave) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It's getting late, so it's time for me to be off. Είναι αργά και ήρθε η ώρα να φύγω. |
μαλακίζομαιphrasal verb, intransitive (slang, vulgar (masturbate) (αργκό, χυδαίο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He managed to beat off without his roommate hearing. |
την παίζω σε κπ, τον παίζω σε κπphrasal verb, transitive, separable (vulgar, slang (masturbate) (χυδαίο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She was beating him off. |
αρνούμαιphrasal verb, intransitive (informal (excuse yourself) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αρνούμαιphrasal verb, intransitive (excuse yourself) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αρνούμαιphrasal verb, transitive, inseparable (informal (excuse yourself) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω ούγιαphrasal verb, intransitive (US (knitting: cast off, finish) (ζαργκόν) |
κάνω ούγιαphrasal verb, transitive, separable (US (knitting: cast off to finish) (ζαργκόν) |
κόβω κομμάτι δαγκώνονταςphrasal verb, transitive, separable (sever with teeth) During the fight, one of the boys bit off a piece of the other boy's ear. |
εκτοξεύομαιphrasal verb, intransitive (spacecraft: launch) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The space rocket is preparing to blast off. |
απομακρύνω, εξάγωphrasal verb, transitive, inseparable (draw or extract) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μπλοκάρω, εμποδίζω, φράσσωphrasal verb, transitive, separable (make inaccessible, blockade) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They blocked off the main road so that the President's motorcade could drive through securely. |
κλάνωphrasal verb, intransitive (UK, slang (pass intestinal gas) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I think the dog blew off, it smells horrible. Νομίζω ότι το σκυλί έκλασε. Βρωμάει. |
γειώνω, ακυρώνωphrasal verb, transitive, separable (US, slang (reject or ignore [sb]) (αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I smiled at Rita and said hi, but she blew me off; maybe she didn't recognise me. |
ακυρώνωphrasal verb, transitive, separable (US, slang (cancel: plan, obligation) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Since I was feeling better, I blew off my appointment with the doctor. Αφού ένιωθα καλύτερα, δεν πήγα στο ραντεβού μου με τον γιατρό. |
γιουχάρωphrasal verb, transitive, separable (performer: jeer from stage) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The audience booed him off for telling a joke in bad taste. |
αποκλίνω, απομακρύνομαι, παρεκκλίνω, εκφεύγω, ξεφεύγωphrasal verb, intransitive (diverge) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The path branches off to the right. |
σπάωphrasal verb, intransitive (become detached) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The door handle became loose and eventually broke off. Το χερούλι της πόρτας χαλάρωσε και εντέλει έσπασε. |
κόβωphrasal verb, transitive, separable (snap, detach) (αφαιρώ κομμάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Olga broke off a large piece from the chocolate bar. Ο Όλγα έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι από τη σοκολάτα. |
διαλύωphrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (terminate) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Matt and Glenda have decided to break off their engagement. Ο Ματ και η Γκλέντα αποφάσισαν να διαλύσουν τον αρραβώνα τους. |
καταφέρνω, επιτυγχάνωphrasal verb, transitive, separable (informal (succeed in carrying out) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We didn't think that he could bring it off, but the success of his business proved us wrong. |
τσαντίζωphrasal verb, transitive, separable (UK, figurative, informal (annoy or anger) (καθομιλουμένη: κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ροδίζωphrasal verb, transitive, separable (cook until brown) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στέλνωphrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (dismiss: [sb]) (ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αψηφώ, απαξιώphrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (disregard: [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I was really upset; I had put a lot of work into that project, and my boss just brushed it off. Ήμουν πραγματικά αναστατωμένος. Έριξα πολλή δουλειά σε εκείνο το έργο και το αφεντικό μου μόλις την απαξίωσε. |
ρίχνωphrasal verb, transitive, separable (animal: throw rider off) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φύγε, χάσου, στα τσακίδια, στο διάολοphrasal verb, intransitive (UK, slang, vulgar (go away) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My little brother was being such a pest I told him to bugger off. Ο μικρός αδελφός μου ήταν τόσο ενοχλητικός που του είπα να πάει στα τσακίδια. |
την κάνωphrasal verb, intransitive (UK, slang, vulgar (escape responsibility) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεκινώ το παιχνίδι με τις αντίπαλες ομάδες σε παράταξη αντιπαράθεσηςphrasal verb, intransitive (hockey game: start) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ξεκάνω, βγάζω από την μέσηphrasal verb, transitive, separable (slang (murder) (αργκό, σκοτώνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The mob ordered a contract to bump off the snitch. Η μαφία έκανε συμβόλαιο θανάτου για να βγάλει από τη μέση το καρφί. |
κάνω κοπάναphrasal verb, intransitive (UK, slang (play truant: from school, work) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω κοπάνα από κτphrasal verb, transitive, inseparable (UK, slang (play truant from: school, work) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I bunked off school with my mates to go to the mall. Έκανα κοπάνα από το σχολείο με τους φίλους μου για να πάμε στο εμπορικό κέντρο. |
καίω, χρησιμοποιώ, εξαντλώphrasal verb, transitive, separable (use up: energy) (ενέργεια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφαιρώ με φωτιάphrasal verb, transitive, separable (literal (remove by fire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαγοράζωphrasal verb, transitive, separable (informal (bribe) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We can buy him off by making a donation to his wife's hospital. |
φεύγω, την κάνω, του δίνωphrasal verb, intransitive (slang (go away) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Terry was annoying me so I told him to buzz off. |
ακυρώνω, ματαιώνωphrasal verb, transitive, separable (often passive (cancel) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The town's annual picnic was called off due to rain. Το ετήσιο πικ νικ της πόλης ακυρώθηκε (or: ματαιώθηκε) εξαιτίας της βροχής. |
τελειώνωphrasal verb, transitive, separable (informal (round off, finish) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απάγωphrasal verb, transitive, separable (abduct, kidnap) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She was carried off by persons unknown and never seen again. Απήχθη από αγνώστους, και δεν την είδαμε ποτέ ξανά. |
υποστηρίζωphrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (succeed in doing) (μεταφορικά: ρούχα, στυλ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Not everyone can wear a red hat with purple shoes, but you really carry it off in style. Δεν μπορούν όλοι να φορέσουν κόκκινο καπέλο με μοβ παπούτσια. Εσύ, όμως, το υποστηρίζεις με πολύ στυλ. |
βάζω πλώρηphrasal verb, intransitive (nautical: set sail) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The Beagle cast off in 1831 on a five-year expedition with Charles Darwin on board. |
βγάζω τις θηλιές από τη βελόναphrasal verb, intransitive (UK (knitting: bind off, finish) (πλέξιμο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Janice cast off and wove in the ends of her knitting. |
κλείνωphrasal verb, transitive, separable (UK (knitting: bind off to finish) (πόντους) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) One way of shaping sleeves when knitting a sweater is to cast off a certain number of stitches at the beginning of each row. Ένας τρόπος για να σχηματίσεις μανίκια όταν πλέκεις πουλόβερ είναι να κλείσεις συγκεκριμένο αριθμό βελονιών στην αρχή κάθε σειράς. |
ελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι απόphrasal verb, transitive, separable (get rid of) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The key to having a great vacation is to cast off your worries and concerns. Το μυστικό για να κάνεις υπέροχες διακοπές είναι να απαλλαχθείς από έννοιες και ανησυχίες. |
βγαίνω από τη γραμμήphrasal verb, intransitive (country dancing) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The dancers cast off and moved to the end of the line. |
γίνομαι καπνόςphrasal verb, intransitive (hurry away) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τικάρω, μαρκάρωphrasal verb, transitive, separable (US (mark checklist item with a tick) (ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκνευρίζω, νευριάζωphrasal verb, transitive, separable (UK, slang, often passive (make angry) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He was a big man, so I didn't want to cheese him off. Ήταν μεγάλος άνθρωπος. Δεν ήθελα, λοιπόν, να τον εκνευρίσω (or: νευριάσω). |
ξεφλουδίζωphrasal verb, intransitive (paint: peel away) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Although they had just painted the wall, the cheap paint had already started to chip off. |
ξύνω, γδέρνω με σμίληphrasal verb, transitive, separable (remove by chiselling) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>phrasal verb, intransitive (golf: play chip shot) |
εμποδίζω, περιορίζωphrasal verb, transitive, separable (figurative (restrict [sth] severely) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We believe that the government's economic policy has choked off the recovery. |
σόι πάει το βασίλειοnoun (informal, figurative (person: like parent) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He'll be a womanizer just like his father; he's a chip off the old block. |
μακριάadverb (in the distance) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) A long way off, you could just see the lights from a distant village. |
μακριάadverb (distant, far away) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Those birds are swimming a long way off shore, so you'll need a telescope to see them. |
στο μέλλον, μελλοντικάadverb (US, colloquial (in the distant future) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) My sixtieth birthday is still a long way off. |
σε άσχημη οικονομική κατάστασηadjective (US, regional, informal (badly off: poor) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Jenna does not earn much and is quite bad off. |
σε άσχημη οικονομική κατάστασηadjective (poverty-stricken) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Parker is successful now, but when he was growing up, his family was badly off. Ο Πάρκερ είναι τώρα επιτυχημένος, αλλά όταν ήταν μικρός, η οικογένειά του ήταν σε άσχημη οικονομική κατάσταση. |
διαγωνισμός ψησίματοςnoun (baking contest) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) My dad is competing in the town bake-off tomorrow. |
ξεπλύνομαιintransitive verb (be removed by washing) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Unlike the real thing, these temporary tattoos can be washed off. Σε αντίθεση με τα πραγματικά, αυτά τα προσωρινά τατού μπορούν να ξεπλυθούν. |
αποκρούω(repel, fight back) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The pensioner fought back and succeeded in beating off his attackers. |
διώχνω, αποκρούω(figurative (defeat) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He managed to beat off intense criticism from both left and right en route to the nomination. |
τρέχω(hurry) (μεταφορικά, καθομ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The little old lady beetled off to her card game. |
σε καλύτερη οικονομική κατάστασηadjective (richer) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'm much better off now I have this new job. Είμαι σε πολύ καλύτερη οικονομική κατάσταση τώρα που έχω αυτήν την καινούρια δουλειά. |
καλύτεραadjective (more fortunate) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Don't worry, you're better off without him. You'd be better off just ignoring her. Μην ανησυχείς, είσαι καλύτερα χωρίς αυτόν. Θα είσαι καλύτερα αν απλώς την αγνοήσεις. |
οι πιο πλούσιοι, οι πλουσιότεροιplural noun (richer people) The better off are expected to help those who have less than they do. Από τους πλουσιότερους αναμένεται να βοηθούν όσους έχουν λιγότερα από τους ίδιους. |
τελείωμαnoun (US (knitting: cast-off, finishing technique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
του τελειώματοςnoun as adjective (US (knitting edge, technique: finished) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απλώνω τα πόδια μου πέρα από το πάπλωμά μουverbal expression (figurative, informal (accept an overly ambitious task) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gabriella thought she would enjoy being team leader, but she may have bitten off more than she can chew. |
εκτόξευσηnoun (literal (launch of a spacecraft) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δυναμικό ξεκίνημαnoun (figurative (energetic beginning) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
με παίρνει ο αέρας(be swept off by wind) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The tarp covering our roof blew off in the gale. |
ξεσκονίζωverbal expression (figurative (use for the first time in ages) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let's blow the dust off this old record and see how it sounds. |
κάνω τράκα κτ από κπ(informal, AU (beg, scrounge) (ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gary is always bludging cigarettes off me. |
βράζω κτ μέχρι να εξατμιστεί(liquid: heat to evaporation) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Boil off the water until you are left with a thick gravy. |
φεύγω γρήγοραintransitive verb (figurative, slang (move very quickly) Nelson angrily bombed off for home. |
διώχνω κπ γιουχάροντάς τονverbal expression (performer: jeer from stage) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω κτ να αναπηδήσει(cause to rebound off [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Catherine bounced the basketball off the side of the building. |
αναπηδάω, αναπηδώ(rebound) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The squash ball hit the wall and bounced off. Το μπαλάκι του σκουός χτύπησε στον τοίχο κι έκανε γκελ. |
κάνω γκελ(rebound) (σε κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The ball bounced off the wall. Η μπάλα έκανε γκελ στον τοίχο. |
αντανακλώμαι(light: be reflected) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The glare of headlights bounced off of the shop window. |
ρίχνω(figurative, informal (idea: test) (μτφ, καθομ: ιδέα σε κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'll bounce the idea off my boss and get back to you. |
τελειώνω μία σχέσηverbal expression (informal (relationship: end) Sarah and John were going to get married next month, but she found he was having an affair and broke it off. |
τσαντισμένοςadjective (UK, informal (annoyed, irritated) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σκουπίζω(remove, wipe) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He brushed the crumbs off his shirt front. Σκούπισε τα ψίχουλα από το μπροστινό μέρος του πουκαμίσου του. |
σκουπίζω(clean) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Brush off the bench before you sit down. Πριν καθίσεις σκούπισε το παγκάκι. |
φύγε, χάσου, στα τσακίδια, στο διάολοinterjection (UK, slang, vulgar (go away) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω τράκα κτ από κπ(slang (obtain by asking, begging) (αργκό: συνήθως τσιγάρο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Brad is always bumming cigarettes off his friends. Ο Μπραντ πάντα κάνει τράκα τσιγάρα από τους φίλους του. |
φεύγω(leave unceremoniously) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The meeting was over and everyone bundled off to get on with their various tasks. |
εξατμίζω(cause to evaporate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαλύομαι(mist, haze: evaporate) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The haze started to burn off as the sun grew warmer. Η καταχνιά άρχισε να διαλύεται, καθώς ανέβαινε η θερμοκρασία. |
φεύγω, την κάνω, του δίνωinterjection (slang (go away) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Stop disturbing me and buzz off! |
ζητιανεύω κτ από κπtransitive verb (informal (obtain by begging) (ανεπίσημο) Grayson cadged a quarter from his neighbor to feed the parking meter. |
καταφέρνωverbal expression (informal (succeed in [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I was terrified at performing for a crowd, but I carried it off. |
υποστηρίζωverbal expression (clothing: look attractive in) (μεταφορικά: ρούχο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Not many women could get away with that outfit, but she can carry it off. |
από δεύτερο χέριadjective (UK (secondhand) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιάνω κπ απροετοίμαστοverbal expression (take [sb] by surprise) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The offer of early retirement caught me off guard; I hadn't guessed it was coming. |
επισφάλειαnoun (banking: write-off) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του off στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του off
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.