Τι σημαίνει το stitch στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stitch στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stitch στο Αγγλικά.

Η λέξη stitch στο Αγγλικά σημαίνει βελονιά, βελονιά, ράμμα, σφάχτης, ράβω, βρακί, πόντος, ράβω, συρράπτω, κάνω ράμματα σε κπ, τη φέρνω σε κπ, σταυροβελονιά, σταυροβελονιά, κεντώ σταυροβελονιά, κάνω σταυροβελονιά σε κτ, κεντώ κτ με σταυροβελονιά, ξαναράβω, ριπ, εξωλκέας ραμμάτων, χαλαρή ραφή, κάνω χαλαρή ραφή, κάνω χαλαρή ραφή, πλέξη ζέρσεϋ, πλέξη ζέρσεϊ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stitch

βελονιά

noun (sewing stitch)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Marilyn sewed up the rip in her skirt with neat stitches.
Η Μέρλιν έραψε το σκίσιμο στη φούστα της με ωραίες βελονιές.

βελονιά

noun (needlework: style of stitch) (ράψιμο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This is quite a difficult stitch to do, but it looks good once you've got the hang of it.
Αυτή είναι μια αρκετά δύσκολη βελονιά, αλλά δείχνει όμορφη μόλις πάρεις το κολάι.

ράμμα

noun (medical: suture)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cut on Gareth's head needed a stitch.
Το κόψιμο στο κεφάλι του Γκάρεθ χρειάζεται ένα ράμμα.

σφάχτης

noun (pain in the side)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Nancy had to slow to a walk for a while when she got a stitch during her run.
Η Νάνσυ έπρεπε να επιβραδύνει και να περπατήσει για λίγο όταν την έπιασε ένας σφάχτης ενώ έτρεχε.

ράβω

transitive verb (sew)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Glenn stitched the hem of the trousers.
Η Γκλεν έραψε τον ποδόγυρο του παντελονιού.

βρακί

noun (figurative, usually with negative (clothing) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Δεν μπορώ να πάω στο πάρτι το βράδυ· δεν έχω ούτε βρακί να βάλω! Ο εισβολέας δε φορούσε ούτε βρακί πάνω του όταν άρχισε να τρέχει μέσα στο γήπεδο.

πόντος

noun (knitting stitch)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The needles clicked as Alice formed the stitches.

ράβω, συρράπτω

phrasal verb, transitive, separable (sew a wound) (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctor stitched up my cut in no time.

κάνω ράμματα σε κπ

phrasal verb, transitive, separable (sew [sb]'s wounds)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τη φέρνω σε κπ

phrasal verb, transitive, separable (UK, figurative, slang (swindle) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When he didn't turn up with the goods I knew I'd been stitched up.

σταυροβελονιά

noun (sewing stitch: x pattern)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σταυροβελονιά

noun (sewing, embroidery)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κεντώ σταυροβελονιά

intransitive verb (do embroidery)

κάνω σταυροβελονιά σε κτ

transitive verb (sew a design)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κεντώ κτ με σταυροβελονιά

transitive verb (embroider an item)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Josie cross-stitched a cushion for her living room.

ξαναράβω

transitive verb (sew again)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ριπ

noun (knitting stitch)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Marilyn was getting better at knitting, but she hadn't quite mastered doing a rib yet.
Η Μέριλιν βελτιωνόταν στο πλέξιμο αλλά δεν είχε καταφέρει ακόμα να κάνει ριπ.

εξωλκέας ραμμάτων

noun (needlework: stitch remover)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The tailor used a ripper to remove the bad stitching.

χαλαρή ραφή

noun (loose stitch between two layers)

κάνω χαλαρή ραφή

transitive verb (use slip stitch)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω χαλαρή ραφή

intransitive verb (use slip stitch on fabric)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλέξη ζέρσεϋ, πλέξη ζέρσεϊ

noun (knitting stitch)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stitch στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.