Τι σημαίνει το strut στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης strut στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του strut στο Αγγλικά.

Η λέξη strut στο Αγγλικά σημαίνει περπατάω καμαρωτά, βαδίζω καμαρωτά, προχωράω καμαρωτά, καμαρωτό περπάτημα, καμαρωτό βάδισμα, υποστύλωμα, κορδώνομαι, αντοχή σε θλίψη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης strut

περπατάω καμαρωτά, βαδίζω καμαρωτά, προχωράω καμαρωτά

intransitive verb (walk proudly)

The young man strutted along the street.
Ο νεαρός άνδρας περπατούσε καμαρωτά στον δρόμο.

καμαρωτό περπάτημα, καμαρωτό βάδισμα

noun (proud walk)

Nina's colleagues could tell by her strut that she was feeling pleased with herself.
Οι συνάδελφοι της Νίνας καταλάβαιναν από το καμαρωτό περπάτημά της πως αισθανόταν ευχαριστημένη με τον εαυτό της.

υποστύλωμα

noun (support bar) (κατακόρυφο στοιχείο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Brian fixed struts to the table to strengthen it.
Ο Μπράιαν έβαλε υποστηλώματα στο τραπέζι για να το ενισχύσει.

κορδώνομαι

(go about self-importantly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The bully was strutting around the playground as if he owned the place.

αντοχή σε θλίψη

(construction: of a support)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του strut στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.