Τι σημαίνει το struggle στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης struggle στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του struggle στο Αγγλικά.

Η λέξη struggle στο Αγγλικά σημαίνει πάλη, αγώνας, δυσκολεύομαι, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, αγωνίζομαι, μάχομαι, αγώνας, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω να περάσω, παλεύω, αγωνίζομαι, δυσκολεύομαι, πασχίζω, προσπαθώ, παλεύω, αγωνίζομαι, γολγοθάς, ταξική πάλη, μάχη για την εξουσία, αγώνας για την επιβίωση, αντέχω, προσπαθώ να κάνω κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης struggle

πάλη

noun (difficult endeavour) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The marathon was a struggle for me, but I finished.
Ο μαραθώνιος ήταν αγώνας για μένα, αλλά τερμάτισα.

αγώνας

noun (attempt to get free) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We watched the fly and his struggle to free himself of the flypaper.
Παρακολουθούσαμε τη μύγα και τον αγώνα της να ελευθερωθεί από τη μυγοπαγίδα.

δυσκολεύομαι

intransitive verb (have difficulty)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I can drive a right-hand drive car, but I have to admit that I struggle.

παλεύω, αγωνίζομαι

intransitive verb (strive to do [sth]) (να κάνω κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm really struggling to get this right because it's important to me.
Αγωνίζομαι πραγματικά για να το κάνω σωστά, καθώς είναι σημαντικό για μένα.

παλεύω, αγωνίζομαι, μάχομαι

intransitive verb (society)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The minorities have struggled for equal rights.
Οι μειονότητες έχουν παλέψει (or: αγωνιστεί) για ίσα δικαιώματα.

αγώνας

noun (contest, fight) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The struggle to pass the immigration law lasted two years.

παλεύω, αγωνίζομαι

intransitive verb (physical: resist, try to get free, etc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No matter how Matthew struggled, he couldn't free himself from the ropes that bound him.

παλεύω να περάσω

intransitive verb (move with difficulty)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The farmer struggled across the muddy field.
Ο αγρότης πάλευε να περάσει το λασπωμένο χωράφι.

παλεύω, αγωνίζομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (try to combat)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δυσκολεύομαι, πασχίζω, προσπαθώ

phrasal verb, transitive, inseparable (find difficult)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The student struggled with the grammar lesson.

παλεύω, αγωνίζομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (grapple physically with)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The wrestler struggled with his opponent.

γολγοθάς

noun (figurative ([sth] difficult and tiring) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Brian faces an uphill struggle to overcome the injuries from his accident.

ταξική πάλη

noun (struggle over social differences)

Marx is not dead, the class struggle is not over; yesterday I saw factory workers demonstrating against the privileges of the rich.

μάχη για την εξουσία

noun (fight to take control)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αγώνας για την επιβίωση

noun (nature: fight for survival)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αντέχω

(endure difficulty)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προσπαθώ να κάνω κτ

(go through [sth] with difficulty)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του struggle στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του struggle

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.