Τι σημαίνει το stuck στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stuck στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stuck στο Αγγλικά.

Η λέξη stuck στο Αγγλικά σημαίνει κολλημένος, κολλάω, κλαδί, κλαδάκι, χώνω, μπήγω, καρφώνω, κολλάω, κολλάω, κολλάω, ράβδος, φύσιγγα, κλομπ, μπαστούνι, μοχλός, στικ, μπαστούνι, κριτική, κολλάω, κολλάω, κολλάω, μένω, τρυπάω, τρυπάω, διαπερνάω, χώνω, φορτώνω, αντέχω, κολλάω, μου πέφτει ο κλήρος να κάνω κτ, κολλάω, κολλάω σε κτ, πέφτω με τα μούτρα σε κτ, που δεν ξέρει τι να πει, κολλημένος στη ρουτίνα, κολλάω με κπ, κολλάω με κτ, ψωνισμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stuck

κολλημένος

adjective (unable to move)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
We had to get a farmer to come with his tractor and help us move the stuck car. The cat was stuck in a tree.

κολλάω

adjective (informal (unable to figure [sth] out) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm stuck on this question. Do you know what the answer is?
Έχω κολλήσει σε αυτή την ερώτηση. Ξέρεις την απάντηση;

κλαδί, κλαδάκι

noun (small branch, twig)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The kids gathered some sticks for the fire.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το κλωνάρι δεν άντεξε το βάρος του και κόπηκε.

χώνω, μπήγω, καρφώνω

(thrust [sth] in) (κάτι μέσα σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cook stuck the knife into the mango.
Ο μάγειρας έχωσε (or: έμπηξε) το μαχαίρι στο μάνγκο.

κολλάω

transitive verb (attach with glue)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Once his letter was inside, Brian stuck the envelope and took it to the post office.
Μόλις μπήκε το γράμμα μέσα, ο Μπράιν κόλλησε τον φάκελο και τον πήγε στο ταχυδρομείο.

κολλάω

(informal (attach) (κτ πάνω σε κτ/κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let me stick this notice on the board.
Άσε να κολλήσω αυτή την ειδοποίηση στην πινακίδα.

κολλάω

(adhere to) (με κάτι, σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The glue stuck to my fingers and I had to scrub for 10 minutes to remove it.
Η κόλλα κόλλησε στα δάχτυλά μου και χρειάστηκε να τα τρίβω 10 λεπτά για να την αφαιρέσω.

ράβδος, φύσιγγα

noun (dynamite cartridge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They used five sticks of dynamite to blow the hole in the rock.

κλομπ

noun (dated (baton)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The police used their sticks to control the crowd.

μπαστούνι

noun (lacrosse, hockey stick)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The hockey player broke his stick and needed another one.

μοχλός

noun (airplane control handle)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The pilot pulled back on the stick to fly higher.

στικ

noun (US (butter: quarter pound) (120 γραμμάρια περίπου)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I need a stick of butter for this recipe.

μπαστούνι

noun (walking stick)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The old man leaned on his stick as he stood watching the children run across the field.

κριτική

noun (informal (criticism)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Karen got a lot of stick off her colleagues for the mistake she'd made.

κολλάω

intransitive verb (become immobilized) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I was shifting into third gear when the gear lever suddenly stuck.

κολλάω

intransitive verb (remain attached)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The fly stuck to the sticky trap.

κολλάω

intransitive verb (be stopped by an obstruction)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The zipper stuck halfway up.

μένω

intransitive verb (informal (remain, endure)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His brothers gave him the nickname "Bud" when he was a child, and it stuck.
Τα αδέρφια του του έβγαλαν το ψευδώνυμο Bud όταν ήταν μικρός και του κόλλησε.

τρυπάω

transitive verb (puncture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Julie stuck the plastic with a pin to drain the water.

τρυπάω, διαπερνάω

transitive verb (impale) (κάποιον, κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The spear stuck the explorer through the heart.

χώνω

transitive verb (place in position)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dog stuck his head out the window.

φορτώνω

transitive verb (lumber: with [sth] disagreeable) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His friends stuck him with the dinner bill.
Οι φίλοι του του φόρτωσαν το λογαριασμό.

αντέχω

transitive verb (UK, informal (tolerate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't think I can stick much more of this film; it's abysmal!

κολλάω

(unable to move)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The car got stuck in the mud and a local farmer had to pull it free with his tractor.
Το αυτοκίνητο κόλλησε στη λάσπη κι ένας αγρότης της περιοχής χρειάστηκε να το απεγκλωβίσει με το τρακτέρ του.

μου πέφτει ο κλήρος να κάνω κτ

verbal expression (informal (burden)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My sister went shopping with her friend and I got stuck with babysitting her two small children.
Η αδερφή μου πήγε για ψώνια με τη φίλη της και εγώ ξέμεινα να κάνω μπέιμπι σίτινγκ στα δυο μικρά παιδιά της.

κολλάω

(figurative (unable to proceed) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Neil was trying to solve a maths problem, but got stuck.
Ο Νηλ προσπαθούσε να λύσει ένα μαθηματικό πρόβλημα, αλλά κόλλησε.

κολλάω σε κτ

(figurative (unable to proceed) (μεταφορικά, καθομ)

Olivia got stuck on the last crossword clue.
Η Ολίβια κόλλησε στον τελευταίο ορισμό του σταυρόλεξου.

πέφτω με τα μούτρα σε κτ

verbal expression (UK, informal (start doing [sth] enthusiastically) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που δεν ξέρει τι να πει

adjective (not knowing what to say)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When asked why he was late, he was stuck for words.

κολλημένος στη ρουτίνα

adjective (figurative, informal (bored by routine) (μεταφορικά, καθομ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Isabella feels that she is stuck in a rut in her current job.

κολλάω με κπ

adjective (slang, figurative (infatuated with [sb]) (μεταφορικά)

The girl was stuck on the blond guy.

κολλάω με κτ

expression (problem, etc.: unable to overcome) (μεταφορικά)

ψωνισμένος

adjective (pejorative, informal (snobbish) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
She was really stuck up: she thought she was better than everyone else.
Ήταν μεγάλο ψώνιο, θεωρούσε ότι είναι καλύτεροι από όλους τους άλλους.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stuck στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του stuck

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.