Τι σημαίνει το surrogate στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης surrogate στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του surrogate στο Αγγλικά.

Η λέξη surrogate στο Αγγλικά σημαίνει αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια, αντιπρόσωπος, αναπληρωματικός, παρένθετη μητέρα, ειδικός που, στο πλαίσιο ψυχοθεραπείας, αναλαμβάνει τον ρόλο του ερωτικού συντρόφου, παρένθετη μητέρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης surrogate

αντικαταστάτης, αντικαταστάτρια

noun (person substituting for another)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Emily's parents died when she was a baby, but her grandparents made good surrogates.
ΟΙ γονείς της Έμιλι πέθαναν όταν ήταν μωρό, αλλά οι παππούδες της αποτέλεσαν καλούς θετούς γονείς.

αντιπρόσωπος

noun (person: for contracts)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αναπληρωματικός

adjective (acting as a surrogate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Simon enjoyed being a surrogate uncle to his friends' children.
Στον Σάιμον άρεσε να είναι αναπληρωματικός θείος γα τα παιδιά των φίλων του.

παρένθετη μητέρα

noun (surrogate mother)

Sometimes, women who can't have children of their own will turn to a surrogate for help.

ειδικός που, στο πλαίσιο ψυχοθεραπείας, αναλαμβάνει τον ρόλο του ερωτικού συντρόφου

noun (therapist who uses sex to treat [sb]) (ψυχοθεραπεία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A sex surrogate treats patients with sexual difficulties through talk, touching, and intercourse.

παρένθετη μητέρα

noun (woman who carries another's baby)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του surrogate στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.