Τι σημαίνει το representative στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης representative στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του representative στο Αγγλικά.

Η λέξη representative στο Αγγλικά σημαίνει εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος, αναπαραστατικός, που αναπαριστά κτ/κπ, αντιπροσωπευτικός, χαρακτηριστικός, αντιπροσωπευτικός, χαρακτηριστικός, εκπρόσωπος, εμπορικός αντιπρόσωπος, αντιπρόσωπος, εκπρόσωπος, αντιπροσωπευτικός, εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος, εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος, εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος, αντιπρόσωπος τμήματος εξυπηρέτησης πελατών, εκλεγμένος αντιπρόσωπος, ταξιδιωτικός πράκτορας, αντιπροσωπευτική δημοκρατία, αντιπροσωπευτική κυβέρνηση, αντιπροσωπευτικό δείγμα, εμπορικός αντιπρόσωπος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης representative

εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος

noun (person: speaks for others)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The union representative took the staff's demands to management.
Ο εκπρόσωπος του σωματείου μετέφερε τα αιτήματα του προσωπικού στη διοίκηση.

αναπαραστατικός

adjective (that represents)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is a representative image; it isn't supposed to be realistic.

που αναπαριστά κτ/κπ

(that represents [sth], [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The artist tried to create a picture that was representative of the image in her head.
Η καλλιτέχνιδα προσπάθησε να δημιουργήσει μια εικόνα που να αναπαριστά την εικόνα που είχε στο μυαλό της.

αντιπροσωπευτικός, χαρακτηριστικός

adjective (typical)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
If you want to know what life is like for people living in these conditions, this is a representative example.
Αυτό είναι ένα αντιπροσωπευτικό (or: χαρακτηριστικό) παράδειγμα εάν θέλεις να μάθεις πώς είναι η ζωή των ανθρώπων που ζουν υπό αυτές τις συνθήκες.

αντιπροσωπευτικός, χαρακτηριστικός

(typical of [sth], [sb]) (με γενική)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is a representative example of what life is like for people living in these conditions.
Αυτό είναι ένα αντιπροσωπευτικό (or: χαρακτηριστικό) παράδειγμα της ζωής των ανθρώπων που ζουν υπό αυτές τις συνθήκες.

εκπρόσωπος

noun (government delegate)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
MPs are representatives of their constituents.
Οι βουλευτές είναι εκπρόσωποι των ψηφοφόρων τους.

εμπορικός αντιπρόσωπος

noun (salesperson)

The firm's representative visited the customers to show them the product.
Ο εμπορικός αντιπρόσωπος της εταιρείας επισκέφθηκε τους πελάτες για να τους παρουσιάσει το προϊόν.

αντιπρόσωπος, εκπρόσωπος

noun (travel employee)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
If you have any problems when you get to your hotel, please report them to the representative on site.
Εάν αντιμετωπίσετε οποιοδήποτε πρόβλημα όταν φτάσετε στο ξενοδοχείο, παρακαλείσθε να το αναφέρετε στον αντιπρόσωπο που βρίσκεται εκεί.

αντιπροσωπευτικός

adjective (statistics) (δείγμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
For a survey to be accurate, the group of respondents must be representative.

εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος, εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

noun (UK (proxy)

The application must be signed by you or your authorized representative.

εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος

noun (UK (seller) (πωλήσεις)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

αντιπρόσωπος τμήματος εξυπηρέτησης πελατών

noun ([sb] who handles clients' enquiries)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκλεγμένος αντιπρόσωπος

noun (person: represents a group)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ταξιδιωτικός πράκτορας

noun (UK ([sb] who assists holidaymakers)

αντιπροσωπευτική δημοκρατία

noun (rule by elected politicians)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Citizens can get frustrated with the inefficiency of representative democracy.

αντιπροσωπευτική κυβέρνηση

noun (rule by elected politicians)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αντιπροσωπευτικό δείγμα

noun (can be extrapolated to whole)

εμπορικός αντιπρόσωπος

noun (commercial agent)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του representative στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του representative

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.