Τι σημαίνει το switching στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης switching στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του switching στο Αγγλικά.

Η λέξη switching στο Αγγλικά σημαίνει αλλάζω, ανταλλάζω, αντικαθιστώ, αλλάζω, αλλάζω, αλλάζω, διακόπτης, βέργα, βίτσα, βέργα, κλειδί, αλλαγή, μεταβολή, αλλάζω κτ με κτ, το γυρίζω σε κτ, δέρνω, αλλάζω, επανέρχομαι, επιστρέφω, εναλλάσσω μεταξύ, σβήνω, κλείνω, ανάβω, ανοίγω, αλλάζω, μεταφέρω, μεταβάλλω, αλλάζω, μεταφέρω, μεταβάλλω, αλλάζω κανάλι, απρόσεκτος, αμελής, δόλωµα και µεταστροφή, δόλωμα, παραπλανητικός, αλλαγή σταδιοδρομίας, ροοστάτης, διακόπτης λειτουργίας, διακόπτης έκτακτης ανάγκης, διακόπτης, διακόπτης, διακόπτης, διακόπτης, κάρτα Switch, πάνικο, σβήνω, κλείνω, μηχανάμαξα ελιγμών, διακόπτης, μετάβαση, αλλαγή, μετάβαση, διακόπτης, ραγοδιακόπτης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης switching

αλλάζω, ανταλλάζω

(exchange) (κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
One of the line cooks, angry about his low wages, switched the salt and sugar.
Θυμωμένος για τα χαμηλά μεροκάματα, ένας από τους μάγειρες της γραμμής άλλαξε το αλάτι με τη ζάχαρη.

αντικαθιστώ, αλλάζω

(exchange for [sth]) (κάτι στη θέση άλλου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They played a prank on me by secretly switching my tea for onion soup.
Μου έκανα πλάκα και μου αντικατέστησαν κρυφά το τσάι με κρεμμυδόσουπα.

αλλάζω

transitive verb (change to [sth] new)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I switched service providers because my broadband wasn't fast enough.
Άλλαξα πάροχο υπηρεσιών γιατί η ευρυζωνική σύνδεσή μου δεν ήταν αρκετά γρήγορη.

αλλάζω

(shift)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He switched to third gear to gain some speed.
Έβαλε τρίτη για να ανεβάσει ταχύτητα.

διακόπτης

noun (light, electricity: on-off control)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The light switch is on the wall to your right.
Ο διακόπτης για του φως είναι στον τοίχο δεξιά σου.

βέργα, βίτσα

noun (whip)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His father hit him with the switch for disobeying him.

βέργα

noun (growing shoot of a plant)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We took a switch from the plant to start a new one.

κλειδί

noun (railroad: track diverter) (μτφ: σιδηροτροχιάς)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The switch sent the train to the north.

αλλαγή, μεταβολή

noun (change, shift)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The switch caused problems because nobody else was informed.
Η αλλαγή προκάλεσε προβλήματα, γιατί κανένας άλλος δεν είχε ενημερωθεί.

αλλάζω κτ με κτ

verbal expression (change to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I switched from human resources courses to language courses.

το γυρίζω σε κτ

(change tv channel to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I switched to a documentary channel.
Το γύρισα σε ένα κανάλι με ντοκυμαντέρ.

δέρνω

transitive verb (whip, beat) (με βέργα, βίτσα, λουρίδα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The father switched him because he had been really bad.

αλλάζω

transitive verb (change: direction, course)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boat switched course when the winds changed.

επανέρχομαι, επιστρέφω

phrasal verb, intransitive (revert)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εναλλάσσω μεταξύ

phrasal verb, transitive, inseparable (alternate between: [sth] and [sth])

σβήνω, κλείνω

phrasal verb, intransitive (figurative (stop paying attention) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The lecture was so dull, I switched off after 10 minutes.

ανάβω, ανοίγω

phrasal verb, transitive, separable (turn on power to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The second Rahul switched the light on, the fuse blew.

αλλάζω, μεταφέρω, μεταβάλλω

phrasal verb, intransitive (change or transfer [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The US was unable to switch over to the metric system. Can you switch over to that seat ?
Η Αμερική δε μπόρεσε να αλλάξει σε μετρικό σύστημα.

αλλάζω, μεταφέρω, μεταβάλλω

phrasal verb, transitive, separable (swap round, exchange)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm going to switch my website over to a new domain.

αλλάζω κανάλι

phrasal verb, intransitive (informal (change tv channel)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Switch over to channel 10.

απρόσεκτος, αμελής

adjective (US, informal, figurative (not paying attention)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm sorry; I should have understood what you wanted. I was asleep at the switch.

δόλωµα και µεταστροφή

noun (fraudulent sales tactic) (μη καθιερωμένος όρος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δόλωμα

noun (nice offer later replaced) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παραπλανητικός

noun as adjective (scheme, etc.: fraudulent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αλλαγή σταδιοδρομίας

noun (change of trade or profession)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ροοστάτης

noun (light-dimming control)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The dining room has a dimmer for more flattering lighting.

διακόπτης λειτουργίας

noun (computing: on-off switch) (Η/Υ)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
On some computer boards, the capabilities or configuration was set using a dip switch mounted on the board; today these settings are done in software.

διακόπτης έκτακτης ανάγκης

noun (emergency shut-down device)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
This metal-stamping machine has an emergency kill switch.

διακόπτης

noun (lever or knob for controlling a light)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I entered the darkened room and reached for the light switch.

διακόπτης

noun (knob or dial controlling an electric light)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διακόπτης

noun (electrical or electronic device: control knob)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The on-off switch on my DVD player has broken. Where is the on-off switch on the stereo?
Ο διακόπτης του DVD μου έχει σπάσει. Που είναι ο διακόπτης του στερεοφωνικού;

διακόπτης

noun (electrical power: on-off control)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κάρτα Switch

noun (UK (brand of debit card) (εμπορικό σήμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάνικο

noun (botany) (φυτό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σβήνω, κλείνω

(turn off power to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Whenever I leave the house, I always switch off the lights.
Όποτε φεύγω από το σπίτι κλείνω τους διακόπτες.

μηχανάμαξα ελιγμών

noun (US (train)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διακόπτης

noun (electronics: circuit device)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μετάβαση, αλλαγή

noun (exchange)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After the pitcher switchover, the team won the championship.

μετάβαση

noun (transfer)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The switchover resulted in our business downsizing.

διακόπτης

noun (small lever for turning [sth] on and off)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The 'insert' key on your keyboard acts as a toggle switch.

ραγοδιακόπτης

noun (electrical control)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του switching στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του switching

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.