Τι σημαίνει το système στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης système στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του système στο Γαλλικά.

Η λέξη système στο Γαλλικά σημαίνει σύστημα, σύστημα, σύστημα, σύστημα, σύστημα, σύστημα, σύστημα, μέθοδος, συσκευή, πλαίσιο, δίκτυο, απαραβίαστος, αδιάρρηκτος, σύστημα υποστήριξης διοίκησης, Εθνικό Σύστημα Υγείας, υποσύστημα, μετατροπή σε δεκαδικό σύστημα, κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης, BIOS, αγορά φθηνού εισιτηρίου προπληρωμένου αρκετό καιρό πριν, τσατίζω, νευριάζω, τη δίνω σε κπ, τη σπάω σε κπ, χακάρω, του συστήματος, σύστημα κληρονομιάς, κληροδοτημένο σύστημα, αίμα, λειτουργικό σύστημα, αποχέτευση, νομικό σύστημα, ακινητοποιητής, σύστημα ύδρευσης, κύκλωμα, κπ που εγκαταλείπει κτ, αντίσταση για ξεθάμπωμα, αντίσταση για ξεθάμπωμα, μετροποίηση, φλέβες, κυκλοφορικό σύστημα, αξιοκρατικό σύστημα, μεγάφωνο, σύστημα συναγερμού, ηχοσύστημα μπας ρεφλέξ, συνεργασία, πεπτικό σύστημα, δίκτυο αποχέτευσης, γαστρεντερικό σύστημα, νομικό σύστημα, δικαιοσύνη, μετρικό σύστημα, νευρικό σύστημα, μη γραμμικό σύστημα, εσωτερικό μεγαφωνικό δίκτυο, ταχυδρομικό σύστημα, αναπνευστικό σύστημα, ηλιακό σύστημα, σύστημα ιδεών, σύστημα αξιών, σύστημα αρχών, σύστημα αξιών, προειδοποιητική συσκευή, ανοσοποιητικό σύστημα, λειτουργικό σύστημα, πρόσθετη παροχή, <div>λογισμικό διαχείρισης βάσης δεδομένων</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>, πώληση λιανικής χωρίς απόθεμα αλλά μέσω συνεργασίας με χονδρέμπορους, σύστημα υγείας, δικαστικό σύστημα, μέτρηση χρόνου με βάση το εικοσιτετράωρο, οροσειρά, Εθνικό Σύστημα Υγείας, σύστημα δημόσιας υγείας, σχολικό σύστημα, σύστημα ασφαλείας, σύστημα τεχνητής βροχής, αποτυχία συστήματος, αστοχία συστήματος, κατάρρευση συστήματος, επαναφορά συστήματος, ανάκτηση συστήματος, διαχειριστής συστήματος, διαχειρίστρια συστήματος, σύστημα πυραμίδας, σύστημα κόμβου-ακτινών, απεκκριτικό σύστημα, αυτόνομο νευρικό σύστημα, σύστημα πίνακα ανακοινώσεων, ηλεκτρονικός πίνακας ανακοινώσεων, κατάλογος δελτίων, δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, σύστημα πελατειακών σχέσεων, σύστημα που λειτουργεί με βάση την εντιμότητα των εμπλεκομένων, μεταιχμιακό σύστημα, μηχανικός συστημάτων, αναλυτής συστημάτων, αναλύτρια συστημάτων, σύστημα αρχείων, πολιτικό σύστημα, σύστημα ελεύθερης αγοράς, σύστημα ελεύθερης οικονομίας, συμπαθητικό νευρικό σύστημα, σύστημα ψύξης, αριθμητικό σύστημα, του τη δίνω, του τη δίνω στα νεύρα, του δίνω στα νεύρα, του σπάω τα νεύρα, αντιστέκομαι στο κατεστημένο, παραβιάζω, μετροποιώ, μετατρέπω στο μετρικό σύστημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης système

σύστημα

nom masculin (κατάταξη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nous avons développé un système pour classifier les espèces animales.
Έχουμε αναπτύξει ένα σύστημα κατάταξης των ειδών ζώων.

σύστημα

nom masculin (Médecine) (νευρικό, πεπτικό κλπ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le docteur diagnostiqua les problèmes que son patient avait avec son système nerveux.
Ο γιατρός διέγνωσε τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο ασθενής με το νευρικό του σύστημα.

σύστημα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le système marche grâce à une série de roues imbriquées.

σύστημα

nom masculin (Sciences)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le système métrique est l'un des plus répandus au monde.

σύστημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le système capitaliste déçoit beaucoup de gens.

σύστημα

nom masculin (Informatique)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mon système a maintenant presque quatre ans. Je pense qu'il est temps de changer d'ordinateur.

σύστημα

nom masculin (Astronomie)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il y a douze planètes dans ce système.

μέθοδος

(stratégie)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quel système conseilleriez-vous pour que les gens travaillent davantage ?
Ποια μέθοδο (or: τακτική) θα πρότεινες για να κάνουμε τον κόσμο να δουλεύει πιο σκληρά;

συσκευή

(mécanique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cet appareil futuriste balaie le sol tout seul.
Αυτή η φουτουριστική συσκευή σκουπίζει το πάτωμα μόνη της.

πλαίσιο

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le cadre est en place pour garantir une réponse adaptée aux plaintes des clients.
Αυτό το πλαίσιο καταρτίστηκε με σκοπό την αντιμετώπιση των παραπόνων των πελατών.

δίκτυο

(ensemble de voies)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Les fleuves sont reliés par un réseau de canaux.

απαραβίαστος, αδιάρρηκτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σύστημα υποστήριξης διοίκησης

(abréviation de : Management du Système d'Information)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Ils ont embauché un nouveau technicien pour gérer le MSI.
Προσέλαβαν ένα νέο τεχνικό για να τρέξει το σύστημα υποστήριξης διοίκησης.

Εθνικό Σύστημα Υγείας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υποσύστημα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μετατροπή σε δεκαδικό σύστημα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

BIOS

(Informatique, anglicisme) (συντομογραφία)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αγορά φθηνού εισιτηρίου προπληρωμένου αρκετό καιρό πριν

(train, avion)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τσατίζω, νευριάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il m'énerve à me parler comme à un abruti.

τη δίνω σε κπ, τη σπάω σε κπ

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το αδιάκοπο σφύριγμά του πραγματικά μου τη δίνει στα νεύρα.

χακάρω

(Informatique) (ζαργκόν, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il est accusé d'avoir piraté la base de données de la CIA.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δικάστηκε και καταδικάστηκε γιατί χάκαρε την κεντρική βάση δεδομένων της CIA.

του συστήματος

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Une défaillance du système a provoqué un crash du serveur informatique.

σύστημα κληρονομιάς, κληροδοτημένο σύστημα

(courant)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ce programme ne prend pas en charge les systèmes antérieurs tels que Windows 98.
Το πρόγραμμα δεν υποστηρίζει συστήματα κληρονομιάς όπως τα Windows 98.

αίμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'analyse a montré que le chauffeur avait un grand quantité d'alcool dans son système sanguin (or: dans le sang).
Η εξέταση έδειξε ότι ο οδηγός είχε μεγάλη ποσότητα αλκοόλ στο αίμα του.

λειτουργικό σύστημα

nom masculin (Informatique)

αποχέτευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le comité de quartier est préoccupé par la vétusté des d'égouts.

νομικό σύστημα

Le système judiciaire de ce pays est respecté partout dans le monde.

ακινητοποιητής

nom masculin (voiture) (σπάνιο, αυτοκίνητο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σύστημα ύδρευσης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κύκλωμα

nom masculin (κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κπ που εγκαταλείπει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντίσταση για ξεθάμπωμα

nom masculin (παράθυρα αυτοκινήτου)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αντίσταση για ξεθάμπωμα

nom masculin (αυτοκίνητο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μετροποίηση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φλέβες

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κυκλοφορικό σύστημα

αξιοκρατικό σύστημα

nom masculin

μεγάφωνο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Το παιδί που χάθηκε βρέθηκε, χάρη στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης που αναγγέλθηκε μέσω του συστήματος δημόσιων αναγγελιών.

σύστημα συναγερμού

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Suite à un cambriolage, j'ai fait installer un système d'alarme.

ηχοσύστημα μπας ρεφλέξ

nom masculin (anglicisme)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνεργασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nous utilisons un système de binôme pour nager, pour toujours avoir un partenaire.

πεπτικό σύστημα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δίκτυο αποχέτευσης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αφού αγοράσαμε το σπίτι συνειδητοποιήσαμε ότι η περιοχή δεν είχε ακόμη δίκτυο αποχέτευσης.

γαστρεντερικό σύστημα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νομικό σύστημα, δικαιοσύνη

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
On croirait parfois que la justice protège davantage la propriété que la vie humaine.

μετρικό σύστημα

nom masculin

La signalisation routière en Grande-Bretagne n'utilise pas le système métrique.

νευρικό σύστημα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μη γραμμικό σύστημα

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εσωτερικό μεγαφωνικό δίκτυο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ταχυδρομικό σύστημα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αναπνευστικό σύστημα

nom masculin (Physiologie)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Votre toux pourrait être causée par une légère infection du système respiratoire.

ηλιακό σύστημα

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σύστημα ιδεών

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σύστημα αξιών

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σύστημα αρχών, σύστημα αξιών

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προειδοποιητική συσκευή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανοσοποιητικό σύστημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Pendant la saison de la grippe, il est important de renforcer son système immunitaire pour éviter de tomber malade.

λειτουργικό σύστημα

nom masculin

Quel système d'exploitation utilises-tu sur ton ordinateur?

πρόσθετη παροχή

nom masculin

<div>λογισμικό διαχείρισης βάσης δεδομένων</div><div>(<i>περίφραση</i>: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ.<i> από την Αθήνα, που ακολουθεί </i>κλπ.)</div>

nom masculin (logiciel)

πώληση λιανικής χωρίς απόθεμα αλλά μέσω συνεργασίας με χονδρέμπορους

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σύστημα υγείας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δικαστικό σύστημα

nom masculin

μέτρηση χρόνου με βάση το εικοσιτετράωρο

nom masculin (US)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οροσειρά

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Εθνικό Σύστημα Υγείας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σύστημα δημόσιας υγείας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σχολικό σύστημα

nom masculin (εκπαίδευση)

Les systèmes scolaires diffèrent généralement d'un pays à l'autre.

σύστημα ασφαλείας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σύστημα τεχνητής βροχής

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αποτυχία συστήματος, αστοχία συστήματος

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κατάρρευση συστήματος

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

επαναφορά συστήματος, ανάκτηση συστήματος

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαχειριστής συστήματος, διαχειρίστρια συστήματος

nom masculin

σύστημα πυραμίδας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σύστημα κόμβου-ακτινών

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απεκκριτικό σύστημα

nom masculin (Anatomie)

αυτόνομο νευρικό σύστημα

nom masculin (Anatomie)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σύστημα πίνακα ανακοινώσεων

(Informatique, Can)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ηλεκτρονικός πίνακας ανακοινώσεων

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κατάλογος δελτίων

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σύστημα πελατειακών σχέσεων

nom masculin (Politique américaine : favoritisme)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σύστημα που λειτουργεί με βάση την εντιμότητα των εμπλεκομένων

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μεταιχμιακό σύστημα

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μηχανικός συστημάτων

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

αναλυτής συστημάτων, αναλύτρια συστημάτων

nom masculin et féminin

σύστημα αρχείων

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πολιτικό σύστημα

σύστημα ελεύθερης αγοράς, σύστημα ελεύθερης οικονομίας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συμπαθητικό νευρικό σύστημα

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σύστημα ψύξης

nom masculin (bâtiment)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αριθμητικό σύστημα

nom masculin

του τη δίνω, του τη δίνω στα νεύρα, του δίνω στα νεύρα, του σπάω τα νεύρα

(familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το γεγονός ότι ο άντρας της γκρίνιαζε όλη την ώρα είχε αρχίσει να τη δίνει στην Όλγα.

αντιστέκομαι στο κατεστημένο

verbe pronominal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραβιάζω

locution verbale (σύστημα, υπολογιστή κ.λπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μετροποιώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μετατρέπω στο μετρικό σύστημα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του système στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του système

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.