Τι σημαίνει το langue στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης langue στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του langue στο Γαλλικά.

Η λέξη langue στο Γαλλικά σημαίνει γλώσσα, γλώσσα, γλώσσα, γλώσσα, γλώσσα, γλώσσα, γλώσσα, γλώσσα, αγγίζω με τη γλώσσα, δίνω γλωσσόφιλο σε κπ, φιλάω κπ με γλώσσα, τραύλισμα, ψεύδισμα, γλωσσοπίεστρο, διφορούμενη γλώσσα, γλωσσοπίεστρο, τραυλίζω, ψευδίζω, αγγλόφωνος, -φωνος, γλωσσοπίεστρο, TOEFL, TESOL, έχει μεγάλο στόμα, που δεν κρατάει το στόμα του κλειστό, Κατάπιες τη γλώσσα σου;, το έχω στην άκρη της γλώσσας μου, καθομιλουμένη, δημοτική, ευφράδεια, ευχέρεια, νοηματική, αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα, διδασκαλία της αγγλικής ως ξένης γλώσσας, πλατάγισμα, φίλμπερτ, filbert, άτομο που επικοινωνεί στη νοηματική γλώσσα, μισόλογα, αοριστολόγος, κριθαράκι, νεκρή γλώσσα, υπεκφυγή, ζωντανή/ομιλούμενη γλώσσα, νεκρή γλώσσα, μητρική γλώσσα, μητρική γλώσσα, που μιλάει τη μητρική του γλώσσα, μητρική γλώσσα, φυσική γλώσσα, επίσημη/αναγνωρισμένη γλώσσα, νοηματική γλώσσα, προφορική γλώσσα, επίσημη γλώσσα/διάλεκτος, γλώσσα μεταφοράς, μητρική γλώσσα, ξένη γλώσσα, δυσκολία στην επικοινωνία εξαιτίας της γλώσσας, ξένη φράση, γλώσσα-πηγή, γλώσσα πηγής, διχαλωτή γλώσσα, αγγλικά ως ξένη γλώσσα, Βρεταννική Νοηματική Γλώσσα, Αμερικανική Νοηματική Γλώσσα, Αμερικανική Νοηματική Γλώσσα, Διδασκαλία της Αγγλικής ως Δεύτερης Γλώσσας, ESOL, αγγλικά για ομιλητές άλλων γλωσσών, αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κύρια γλώσσα, ξένη γλώσσα, παγκόσμια γλώσσα, διδασκαλία αγγλικών ως δεύτερης γλώσσας, τα χώνω, τη λέω, δε βγάζω μιλιά, δε λέω κουβέντα, βγάζω τη γλώσσα μου, φλυαρώ, παραδίδομαι, γλείφω κτ από κτ, -, δεύτερη γλώσσα, επίσημη γλώσσα, παγκόσμια γλώσσα, φιλιέμαι με γλώσσα, γλείψιμο, βαλτικές γλώσσες, φέρνω γύρω γύρω, λέω απ' έξω απ' έξω, φιλάω κπ με γλώσσα, να το πάρει το ποτάμι, λέω στη νοηματική, λέω στη νοηματική γλώσσα, επικριτικός, επίσημη γλώσσα, γραπτός λόγος, δίνω γλωσσόφιλο, λέω στη νοηματική. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης langue

γλώσσα

nom féminin (d'un pays) (μέσο επικοινωνίας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle parle deux langues, le français et l'anglais.
Μιλάει δυο γλώσσες: γαλλικά και αγγλικά.

γλώσσα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rick a mordu dans la fraise juteuse et a senti le goût exploser sur sa langue.
Ο Ρικ δάγκωσε τη ζουμερή φράουλα και ένιωσε μια έκρηξη γεύσης στη γλώσσα του.

γλώσσα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Patricia a servi de la viande pour le déjeuner.
Η Πατρίτσια σέρβιρε γλώσσα για μεσημεριανό.

γλώσσα

nom féminin (langage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Plusieurs personnes ont du mal à maîtriser une autre langue.
Πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται όταν προσπαθούν να μάθουν μια άλλη γλώσσα.

γλώσσα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γλώσσα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'adorerais travailler en Italie, mais je ne parle pas la langue.
Θα μου άρεσε να δουλέψω στην Ιταλία αλλά δε μιλάω τη γλώσσα.

γλώσσα

nom féminin (langage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γλώσσα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγγίζω με τη γλώσσα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίνω γλωσσόφιλο σε κπ, φιλάω κπ με γλώσσα

(καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sarah avait du mal à se concentrer sur le film à cause des deux adolescents qui s'embrassaient sur la bouche dans la rangée devant elle.

τραύλισμα, ψεύδισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
En raison de son zézaiement, le garçon a passé des années en rééducation orthophonique.

γλωσσοπίεστρο

nom masculin invariable

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διφορούμενη γλώσσα

(langage propagandiste dans roman 1984)

On se croirait dans un roman de George Orwell à écouter le novlangue de ces politiciens.

γλωσσοπίεστρο

nom masculin invariable

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le médecin pressa un abaisse-langue sur la langue de la patiente pour examiner ses amygdales.

τραυλίζω, ψευδίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tous les écoliers se moquent de mon fils parce qu'il zézaie quand il parle.

αγγλόφωνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

-φωνος

(langue)

La plus grande partie de l'Amérique du Sud est hispanophone.

γλωσσοπίεστρο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

TOEFL

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

TESOL

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

έχει μεγάλο στόμα

(négatif) (καθομ, μτφ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

που δεν κρατάει το στόμα του κλειστό

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ma tante est une femme d'une cinquantaine d'années qui ne sait pas tenir sa langue.

Κατάπιες τη γλώσσα σου;

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Qu'est-ce qui se passe, tu as perdu ta langue ?

το έχω στην άκρη της γλώσσας μου

locution verbale (changement de sujet) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθομιλουμένη, δημοτική

nom féminin

Ils parlaient dans leur langue vernaculaire pour que je ne puisse pas les comprendre.

ευφράδεια, ευχέρεια

(d'une langue) (γλώσσα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Μετά από τρία χρόνια μελέτης και εξάσκησης απέκτησε ευφράδεια (or: ευχέρεια) στα ελληνικά.

νοηματική

nom féminin

Emily communique de mieux en mieux en langue des signes avec son ami sourd.

αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Laurie a enseigné l'anglais langue étrangère en Corée du Sud pendant deux ans.

διδασκαλία της αγγλικής ως ξένης γλώσσας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλατάγισμα

locution verbale (της γλώσσας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le fermier appela le cheval en faisant doucement claquer sa langue.

φίλμπερτ, filbert

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

άτομο που επικοινωνεί στη νοηματική γλώσσα

(Langue des signes, technique)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μισόλογα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αοριστολόγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κριθαράκι

(italien : pâtes alimentaires) (ζυμαρικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

νεκρή γλώσσα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le latin est une langue morte.

υπεκφυγή

nom féminin (figuré, familier)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tous les hommes politiques doivent savoir manier la langue de bois à la perfection.
Όλοι οι καλοί πολιτικοί χρειάζεται να μάθουν την τέχνη της υπεκφυγής.

ζωντανή/ομιλούμενη γλώσσα

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νεκρή γλώσσα

nom féminin (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tenter de comprendre une langue perdue équivaut à déchiffrer un code secret. La pierre de Rosette a permis de décrypter la langue oubliée des anciens Égyptiens.
Το να προσπαθείς να καταλάβεις μια νεκρή γλώσσα είναι σα να σπας έναν κώδικα. Η Στήλη της Ροζέτας μας βοήθησε να αποκρυπτογραφήσουμε τη χαμένη γλώσσα των αρχαίων Αιγυπτίων.

μητρική γλώσσα

nom féminin

La langue maternelle de Juan est l'espagnol.
Η μητρική γλώσσα του Χουάν είναι τα ισπανικά.

μητρική γλώσσα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ma langue maternelle (or: langue natale) est l'anglais, mais j'ai appris le français à l'école.

που μιλάει τη μητρική του γλώσσα

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Elle parle très bien cette langue, impossible de deviner que ce n'est pas sa langue maternelle.
Δεν είναι η μητρική της γλώσσα, αλλά μιλάει τόσο καλά που με το ζόρι το καταλαβαίνεις.

μητρική γλώσσα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ma langue maternelle est l'anglais mais je parle aussi un peu français.

φυσική γλώσσα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επίσημη/αναγνωρισμένη γλώσσα

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les États-Unis n'ont pas de langue officielle. Le Canada a deux langues officielles, le français et l'anglais.
Ο Καναδάς έχει δυο επίσημες γλώσσες, τα Αγγλικά και τα Γαλλικά.

νοηματική γλώσσα

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il communique parfaitement en langue des signes.
Μπορεί και επικοινωνεί τέλεια χρησιμοποιώντας τη νοηματική γλώσσα.

προφορική γλώσσα

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επίσημη γλώσσα/διάλεκτος

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En cours, on enseigne les langues standard.

γλώσσα μεταφοράς

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En général, je traduis de la langue source vers l'espagnol, la langue cible.

μητρική γλώσσα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'anglais n'est pas ma langue maternelle. La langue maternelle de la plupart des Australiens est l'anglais.

ξένη γλώσσα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Plus tôt on commence à apprendre une langue étrangère, plus facile l'apprentissage sera.

δυσκολία στην επικοινωνία εξαιτίας της γλώσσας

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pour surmonter la barrière de la langue, quand je suis allée en Asie, j'ai communiqué avec des gestes et des dessins.

ξένη φράση

nom féminin

γλώσσα-πηγή, γλώσσα πηγής

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διχαλωτή γλώσσα

nom féminin

αγγλικά ως ξένη γλώσσα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Βρεταννική Νοηματική Γλώσσα

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Αμερικανική Νοηματική Γλώσσα

nom féminin

Αμερικανική Νοηματική Γλώσσα

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Διδασκαλία της Αγγλικής ως Δεύτερης Γλώσσας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ESOL

(συντομογραφία)

αγγλικά για ομιλητές άλλων γλωσσών

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

κύρια γλώσσα

ξένη γλώσσα

παγκόσμια γλώσσα

nom féminin

διδασκαλία αγγλικών ως δεύτερης γλώσσας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τα χώνω, τη λέω

(αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu aimes critiquer (or: critiquer les autres) mais toi, tu n'aimes pas être critiqué.
Εσύ μια χαρά τα χώνεις, αλλά δεν σου αρέσει όταν σου τη λένε.

δε βγάζω μιλιά, δε λέω κουβέντα

locution verbale (έκφραση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu dois tenir ta langue et ne pas dire à ta belle-mère ce que tu penses vraiment de ses talents de cuisinière.

βγάζω τη γλώσσα μου

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φλυαρώ

(figuré, familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παραδίδομαι

locution verbale (familier : devinette)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je donne ma langue au chat ! Je n'arriverai pas à trouver la solution tout seul.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Παραδίνομαι· είναι υπερβολικά δύσκολο.

γλείφω κτ από κτ

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Le père de l'enfant criait en lui demandant de revenir mais le garçon lui a simplement tiré la langue et est parti en courant.
Ο πατέρας του παιδιού του φώναζε να επιστρέψει, αλλά ο μικρός του έβγαλε τη γλώσσα και έτρεξε μακριά.

δεύτερη γλώσσα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επίσημη γλώσσα

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παγκόσμια γλώσσα

nom féminin

φιλιέμαι με γλώσσα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Το ζευγάρι διαφωνούσε για το αν είναι σωστό να φιλιέσαι με γλώσσα σε ένα γάμο.

γλείψιμο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le chien dégueulasse de Tom a trempé la chemise de Greg en un coup de langue.
Ο απαίσιος σκύλος του Τομ μούσκεψε το πουκάμισο του Γκρεγκ με μια γλειψιά.

βαλτικές γλώσσες

nom féminin (ομάδα γλωσσών)

Les linguistes étudient le letton et le lituanien pour comprendre les caractéristiques de la langue balte originelle.
Οι γλωσσολόγοι εξετάζουν τα σύγχρονα Λετονικά και Λιθουανικά προκειμένου να κατανοήσουν στοιχεία των βαλτικών γλωσσών.

φέρνω γύρω γύρω, λέω απ' έξω απ' έξω

(figuré)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Plus la peine de tourner autour du pot : le patron a débarqué et l'a fichu à la porte.

φιλάω κπ με γλώσσα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

να το πάρει το ποτάμι

locution verbale (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
D'accord, je donne ma langue au chat. Quelle est la réponse ?
Οκ, πάω πάσο. Ποιά είναι η απάντηση;

λέω στη νοηματική, λέω στη νοηματική γλώσσα

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'ami malentendant de Veronica lui a dit en langue des signes qu'il préférait venir à sept heures ce soir-là.
Η φίλη της Βερόνικα που είχε πρόβλημα ακοής είπε στη νοηματική ότι θα προτιμούσε να συναντηθούν στις 7 το απόγευμα.

επικριτικός

nom féminin

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cathy est mauvaise langue ; elle dit toujours du mal des autres.

επίσημη γλώσσα

nom féminin (d'un pays)

γραπτός λόγος

nom féminin

δίνω γλωσσόφιλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un professeur a surpris Susie et Jimmy à s'embrasser derrière les gradins.

λέω στη νοηματική

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Για να μην τους καταλάβει κανείς έλεγαν τα νέα τους στη νοηματική.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του langue στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του langue

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.